«Στὸν καιρό μας βγῆκανε πολλὲς νέες θρησκεῖες. Μία ἀπ’ αὐτὲς εἶναι κι ὁ τουρισμός, ποὺ τὸν γέννησε ἡ κούφια καὶ χασομέρικη περιέργεια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ σκαλίζει καὶ νὰ μαθαίνει χωρὶς νὰ δίνει καμμιὰ σημασία σ' ἐκεῖνο πού βλέπει κι ἀκούει. Οἱ περισσότεροι τουρίστες βαριοῦνται τὴ ζωή τους καὶ θέλουνε νὰ περάσουνε τὴν ὥρα τους, χωρὶς νὰ σκοτίζονται μήτε γιὰ τὰ μνημεῖα, μήτε γιὰ τὰ ἱστορικὰ ποὺ τοὺς λένε οἱ ξεναγοί, ποὺ μοιάζουνε σὰν νὰ περιποιοῦνται σ' ἕνα τραπέζι κάποιους ἀνθρώπους ποὺ ἔχουνε ἀνορεξία. Ὅσα λένε, ἀπὸ τὄνα τ' αὐτί τους μπαίνουν κι ἀπὸ τ' ἄλλο βγαίνουν.
Καὶ δὲν ἔφταξε τὸ ὅτι ὁ τουρισμὸς γέμισε τὰ μουσεῖα ἀπὸ ἕνα πλῆθος ἀπὸ ἀνθρώπους κάθε φυλῆς, ποὺ χαζεύουνε μ' ἕνα φυλλάδιο στὸ χέρι καὶ μὲ μία φωτογραφικὴ μηχανὴ κρεμασμένη στὸν ὦμο τους, δὲν ἔφταξε τὸ ὅτι κάθε ἐρημικὸ βουνὸ ποὺ ἔχει ἀπάνω του δυὸ κατατσακισμένες κολόνες εἴτε ἕνα σκαλιστὸ μάρμαρο, πατήθηκε, δὲν ἔφταξε τὸ ὅτι δὲν ἀπόμεινε κανένα μυστήριο τοῦ ἀρχαίου κόσμου κρυμμένο, μήτε τάφος ποὺ νὰ μὴν ἀνοίχθηκε γιὰ νὰ κοιτάξουνε μέσα οἱ νυσταγμένοι περιηγητές, ἀλλὰ μπαίνουνε καὶ μέσα στὶς ἐκκλησιὲς καὶ στὰ ρημοκλήσια, ποὺ τὰ προσκυνᾶ ὁ λαός μας, καὶ στέκουνται δίχως νὰ κάνουνε τὸν σταυρό τους, μὲ τὰ χέρια πίσω, ἀδιάφοροι οἱ δυστυχεῖς κι ἀνύποπτοι γιὰ τὸ ποῦ πατᾶνε καὶ ποῦ βρίσκονται.
Ὁ τουρισμὸς τὰ ἐξουσίασε ὅλα. Μπροστὰ στὴν ἀφεντιά του ἀνοίξανε ὅλες οἱ πόρτες γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχτοῦνε, καστρόπορτες ἄπαρτες ἀπὸ πολέμαρχους, μοναστηρόπορτες χιλιαμπαρωμένες, κελλιὰ καὶ σπηλιὲς καὶ ἐρημητήρια ποὺ ζήσανε κρυμμένοι κάποιοι ἁγιασμένοι άνθρωποι…»
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ