Γράφει ο Δημήτρης Πράσσος
Να αρρωσταίνετε μόνο στο πράσινο. Δηλαδή στις 40 από τις 168 ώρες της βδομάδας. Και ένας-ένας. Χρειάστηκε να πάω στο Κέντρο Υγείας. Περιμένοντας, έριξα μια ματιά, στον πίνακα ανακοινώσεων. Κατευθείαν, σήκωσα βιαστικά τη μικρή κάμερα. Προτού έρθει ο υπάλληλος. «Τι είναι αυτό;», ρώτησα.
– «Οι βάρδιες των ασθενοφόρων. Όπου βλέπεις πράσινο, είναι καλυμμένες».
«Μα βλέπω μόλις ΠΕΝΤΕ πράσινα, σε μια εβδομάδα. Οι υπόλοιπες 16 που είναι;».
Η απάντηση;. Ένα βλέμμα παραίτησης και ένα ανασήκωμα του ώμου.
-«Καλά πως αισθάνεσαι, όταν έρχεσαι για δουλειά και ξέρεις πως αν χτυπήσει κάποιος δεν θα μπορείτε να τον μεταφέρετε;».
Σιωπή. Η παραίτηση στο βλέμμα, μετατρέπεται σε θλίψη.
Στην κουβέντα μπαίνει κι ένας τρίτος υπάλληλος. Είναι χαρούμενος, γιατί μόλις έχει πείσει ένα γνωστό του γέροντα, να χαρίσει το χρησιμοποιημένο παροχέα (ή κάπως έτσι) οξυγόνου και το αναπηρικό του αμαξίδιο στο Κέντρο Υγείας. Μας ακούει και συνοφρυώνεται.
«Το κτίριο και οι εγκαταστάσεις ξέρεις πως είναι;».
Που να ξέρω.
«Oι γιατροί στον πάνω όροφο, τον καινούριο, δεν έχουν νερό να κάνουν μπάνιο. Ξέρεις γιατί;».
Πάλι δεν ξέρω.
« Έχουμε τη μισή πίεση στο νερό. Αν τη βάλουμε ολόκληρη θα σκάσουν οι σωλήνες. Είναι όλες σκουριασμένες. Τρέμει η ψυχή μας».
Αφελές το ερώτημα, του …μεγάλου δημοσιογράφου. «Και γιατί δεν σας τις φτιάχνουν;. Τόσο πολύ κοστίζει;».
Του έφτιαξα τη μέρα!. Ένα χαμόγελο, γεμάτο ειρωνεία μεν, αλλά χαμόγελο.
« Ποιος να τα φτιάξει;. Πόσο να κοστίζει; 7-8.000 ευρώ περίπου. Αλλά, όλοι περιμένουν να πάμε στο Νοσοκομείο. Και μέχρι τότε;. Τι θα γίνει;. Και μετά; Θα το αφήσουν να ερειπώσει; Θα το γκρεμίσουν;».
Η αντίδρασή μου, μάλλον τον διασκέδασε λιγάκι και θέλησε να με τσιγκλήσει κι άλλο. «Ξέρεις τι θα γίνει, αν σε πέντε λεπτά, χαλάσει το μοτέρ, στο νεκροθάλαμο;». (Εδώ, ξυπνάει η αταβιστική δεισιδαιμονία μέσα μου και χτυπάω ξύλο).
«Όχι. Μη μου απαντήσεις. Δεν θέλω να ξέρω», του λέω.
«Και ξέρεις κάτι;», συνεχίζει απτόητος, «ο κόσμος εμάς βλέπει. Σε εμάς φωνάζει, σε εμάς διαμαρτύρεται. Και έχει δίκιο, αλλά κι εμείς τι να κάνουμε;. Να τα παρατήσουμε και να φύγουμε, σκεφτόμαστε. Όλοι. Δεν αντέχουμε άλλο!».
Ήταν απλά, ένα ολιγόλεπτο πέρασμά μου. Τα ήξερα κι εγώ όπως όλοι. Όλα. Δηλαδή σχεδόν τίποτα. Ούτε για τους ανθρώπους που έχουν καταρρακωθεί σωματικά και ψυχολογικά. Ούτε για τους εθελοντές που τους παίζουν μπαλάκι. Ούτε για τα ασθενοφόρα που είναι ακίνητα. Ούτε γι αυτά που χρειάζεται ολόκληρο χαρτομάνι για να αλλάξει μια φλάντζα.
Ήξερα μόνο τα πομπώδη και ενίοτε «ηρωικά» έγγραφα. Την υπηρεσιακή γλώσσα και τις αόριστες υποσχέσεις των αρμοδίων. Τα ξεράδια μου ήξερα. Κι αν δεν ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος εκεί μέσα, που με τιμά με τη φιλία του και όταν τον ρωτώ μου μιλά συγκεκριμένα, συγκρατημένα και απλά, θα είχα πλήρη άγνοια. Έφτασαν όμως λίγα λεπτά «αυτοψίας» για να καταλάβω απόλυτα. Μπροστά στο γκισέ της ρεσεψιόν. Με ένα υπηρεσιακό χαρτί απέναντί μου και πέντε πράσινες υπογραμμίσεις. Φροντίστε λοιπόν. Μην αρρωστήσετε, αν δεν ανάψει πράσινο. Απαγορεύεται!.
Και δεν είναι μεγάλος λόγος, αυτός που θα πω: Όσοι δουλεύουν εκεί μέσα, είναι ήρωες! Έτσι ακριβώς: ΗΡΩΕΣ. Δεν έχουν ωράρια. Δεν έχουν προσωπική ζωή. Είναι αγωγοί του ανθρώπινου πόνου γιατί οι κάθε λογής αρμόδιοι δεν τους δίνουν τα έμψυχα και υλικά μέσα για να τον ανακουφίσουν.
Χρόνια Πολλά, παιδιά. Μόνο στα κουράγια σας, ακουμπά, ολόκληρο νησί. Μη λυγίσετε.
πηγή:santonews
Να αρρωσταίνετε μόνο στο πράσινο. Δηλαδή στις 40 από τις 168 ώρες της βδομάδας. Και ένας-ένας. Χρειάστηκε να πάω στο Κέντρο Υγείας. Περιμένοντας, έριξα μια ματιά, στον πίνακα ανακοινώσεων. Κατευθείαν, σήκωσα βιαστικά τη μικρή κάμερα. Προτού έρθει ο υπάλληλος. «Τι είναι αυτό;», ρώτησα.
– «Οι βάρδιες των ασθενοφόρων. Όπου βλέπεις πράσινο, είναι καλυμμένες».
«Μα βλέπω μόλις ΠΕΝΤΕ πράσινα, σε μια εβδομάδα. Οι υπόλοιπες 16 που είναι;».
Η απάντηση;. Ένα βλέμμα παραίτησης και ένα ανασήκωμα του ώμου.
-«Καλά πως αισθάνεσαι, όταν έρχεσαι για δουλειά και ξέρεις πως αν χτυπήσει κάποιος δεν θα μπορείτε να τον μεταφέρετε;».
Σιωπή. Η παραίτηση στο βλέμμα, μετατρέπεται σε θλίψη.
- «Τι να σου λέω τώρα!. Το στομάχι μου είναι κόμπος. Τρέμουν τα πόδια μου. Χτυπάει το τηλέφωνο και πονάει η καρδιά μου. Ούτε στο σπίτι δεν μπορώ να ησυχάσω. Δεν ξέρω… δεν ξέρω. Έχω φτάσει στα όριά μου».
Στην κουβέντα μπαίνει κι ένας τρίτος υπάλληλος. Είναι χαρούμενος, γιατί μόλις έχει πείσει ένα γνωστό του γέροντα, να χαρίσει το χρησιμοποιημένο παροχέα (ή κάπως έτσι) οξυγόνου και το αναπηρικό του αμαξίδιο στο Κέντρο Υγείας. Μας ακούει και συνοφρυώνεται.
«Το κτίριο και οι εγκαταστάσεις ξέρεις πως είναι;».
Που να ξέρω.
«Oι γιατροί στον πάνω όροφο, τον καινούριο, δεν έχουν νερό να κάνουν μπάνιο. Ξέρεις γιατί;».
Πάλι δεν ξέρω.
« Έχουμε τη μισή πίεση στο νερό. Αν τη βάλουμε ολόκληρη θα σκάσουν οι σωλήνες. Είναι όλες σκουριασμένες. Τρέμει η ψυχή μας».
Αφελές το ερώτημα, του …μεγάλου δημοσιογράφου. «Και γιατί δεν σας τις φτιάχνουν;. Τόσο πολύ κοστίζει;».
Του έφτιαξα τη μέρα!. Ένα χαμόγελο, γεμάτο ειρωνεία μεν, αλλά χαμόγελο.
« Ποιος να τα φτιάξει;. Πόσο να κοστίζει; 7-8.000 ευρώ περίπου. Αλλά, όλοι περιμένουν να πάμε στο Νοσοκομείο. Και μέχρι τότε;. Τι θα γίνει;. Και μετά; Θα το αφήσουν να ερειπώσει; Θα το γκρεμίσουν;».
Η αντίδρασή μου, μάλλον τον διασκέδασε λιγάκι και θέλησε να με τσιγκλήσει κι άλλο. «Ξέρεις τι θα γίνει, αν σε πέντε λεπτά, χαλάσει το μοτέρ, στο νεκροθάλαμο;». (Εδώ, ξυπνάει η αταβιστική δεισιδαιμονία μέσα μου και χτυπάω ξύλο).
«Όχι. Μη μου απαντήσεις. Δεν θέλω να ξέρω», του λέω.
«Και ξέρεις κάτι;», συνεχίζει απτόητος, «ο κόσμος εμάς βλέπει. Σε εμάς φωνάζει, σε εμάς διαμαρτύρεται. Και έχει δίκιο, αλλά κι εμείς τι να κάνουμε;. Να τα παρατήσουμε και να φύγουμε, σκεφτόμαστε. Όλοι. Δεν αντέχουμε άλλο!».
Ήταν απλά, ένα ολιγόλεπτο πέρασμά μου. Τα ήξερα κι εγώ όπως όλοι. Όλα. Δηλαδή σχεδόν τίποτα. Ούτε για τους ανθρώπους που έχουν καταρρακωθεί σωματικά και ψυχολογικά. Ούτε για τους εθελοντές που τους παίζουν μπαλάκι. Ούτε για τα ασθενοφόρα που είναι ακίνητα. Ούτε γι αυτά που χρειάζεται ολόκληρο χαρτομάνι για να αλλάξει μια φλάντζα.
Ήξερα μόνο τα πομπώδη και ενίοτε «ηρωικά» έγγραφα. Την υπηρεσιακή γλώσσα και τις αόριστες υποσχέσεις των αρμοδίων. Τα ξεράδια μου ήξερα. Κι αν δεν ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος εκεί μέσα, που με τιμά με τη φιλία του και όταν τον ρωτώ μου μιλά συγκεκριμένα, συγκρατημένα και απλά, θα είχα πλήρη άγνοια. Έφτασαν όμως λίγα λεπτά «αυτοψίας» για να καταλάβω απόλυτα. Μπροστά στο γκισέ της ρεσεψιόν. Με ένα υπηρεσιακό χαρτί απέναντί μου και πέντε πράσινες υπογραμμίσεις. Φροντίστε λοιπόν. Μην αρρωστήσετε, αν δεν ανάψει πράσινο. Απαγορεύεται!.
Και δεν είναι μεγάλος λόγος, αυτός που θα πω: Όσοι δουλεύουν εκεί μέσα, είναι ήρωες! Έτσι ακριβώς: ΗΡΩΕΣ. Δεν έχουν ωράρια. Δεν έχουν προσωπική ζωή. Είναι αγωγοί του ανθρώπινου πόνου γιατί οι κάθε λογής αρμόδιοι δεν τους δίνουν τα έμψυχα και υλικά μέσα για να τον ανακουφίσουν.
Χρόνια Πολλά, παιδιά. Μόνο στα κουράγια σας, ακουμπά, ολόκληρο νησί. Μη λυγίσετε.
πηγή:santonews