Αυτή είναι η μία από δύο βασικές διαφορές της κουτσομούρας από το μπαρμπούνι. Η άλλη είναι το μέγεθος. Θεωρητικά υπάρχει και τρίτη, η νοστιμάδα του κρέατος, πολλοί όμως υποστηρίζουν πως αν η κουτσομούρα είναι ψαρεμένη σε βράχια είναι πιο νόστιμη από το μπαρμπούνι. Επί της ουσίας η κουτσομούρα είναι πεντανόστιμη, ακόμη και αν έχει ψαρευτεί στους λασπώδεις βυθούς, όπου ζει περισσότερο.
Και τα δύο ψάρια ανήκουν στην οικογένεια των μουλλιδών, αλλά η κουτσομούρα διαφέρει από το μπαρμπούνι στο κοφτό ρύγχος της και στο ότι δεν έχει κοκκινίλες στο πρώτο ραχιαίο πτερύγιο. Το χρώμα της είναι κοκκινωπό και τείνει προς το ροζ, σε αντίθεση με το βαθύκατά κάποιο τρόπο- κόκκινο του μπαρμπουνιού.
Το μέγεθός της συνήθως δεν ξεπερνά τα 25 εκατοστά, αυτό όμως δεν την εμποδίζει να πηγαίνει σε πολύ βαθιά νερά, ακόμη και 300 και 400 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ωστόσο, τον περισσότερο καιρό βρίσκεται σε βάθη μικρότερα από 50 μέτρα. Οπως συμβαίνει με το μπαρμπούνι, έτσι και η κουτσομούρα προτιμά τον λασπώδη βυθό. Αυτός είναι και ο λόγος που κάποιοι της προσέδωσαν την ονομασία λασπομπάρμπουνο. Εκεί αποθέτει και τα αυγά της, σε βάθος όχι μικρότερο από 10 μέτρα. Εκεί βρίσκει και το φαγητό της, που αποτελείται από ασπόνδυλα, δεκάποδα, κωπήποδα, πολύχαιτους, αμφίποδα, εχινόδερμα και μαλάκια. Εκτός από τον λασπώδη πυθμένα, η κουτσομούρα τιμά με ιδιαίτερη συνέπεια και περιοχές με τραγάνα και φυκιάδα. Στα μέρη αυτά εντοπίζονται συνήθως νεαρά άτομα που έχουν μόλις... βγει από το αβγό. Η αναπαραγωγική της περίοδος τόσο στην Ελλάδα όσο και στη λοιπή Μεσόγειο διαρκεί από τον Απρίλιο μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου.
25 εκατοστά είναι συνήθως το μέγεθός της, αλλά δεν την εμποδίζει να κολυμπά και στα 300 μέτρα