Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Κα βρε ξάνυε δα Παναγιώτη θα τρυούμε ή θα αφήνουμε καμπανοί για τσι Σκουριαλοί…..

Γράφει ο Π.Μυτηλιναίος


Κα βρε ξάνυε δα Παναγιώτη θα τρυούμε ή θα αφήνουμε καμπανοί για τσι Σκουριαλοί…..
Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η φωνή του αφέντη μου….
Βεντέμα… Σαντορίνη δεκαετία του 60 όταν τα πράγματα ήτανε  δύσκολα.
Τότε που φροντίζαμε τη γη και εκείνη μας έδινε τα λίγα… αλλά σπουδαία υλικά για να επιβιώσουμε.


Η Βεντέμα, ο τρύγος στη Σαντορίνη ήταν μυσταγωγία, ήταν γιορτή χαράς , ήταν ίσως  για μας τους Σαντορινιούς η πιο ξεχωριστή μέρα του χρόνου.
Αυτή η μέρα ξεκαθάριζε αν θα βγάζαμε όμορφα το χρόνο ή θα τα βρίσκαμε μπαστούνια.
Αξημέρωτα ακόμα ηκάναμε κάτω για το κάμπο του Κοντοχωριού. Φορτωμένοι με τα δισάκια μας, τα φερεντίνια τα καλάθια και τα κοφίνια.
Από βραδίς οι γυναίκες είχανε ετοιμάσει τσι πετσέτες με όλα τα καλά που είχαμε στο σπίτι. Χλωρό, μπερτέ, παξιμάδι να το βρέξουμε , ελιές και λαχταριστά ντοματάκια...
Έμπαινα ολόκληρος μες την αμπελιά…να μην αφήκω πράμα τσι σκουριαλοί.
- Ξάνυε τσι σκολομπέτρες …. Μου φωνάζανε οι μεγάλοι για να με φοβερίσουνε.
Μα εγώ δεν ηδουλιου . Ήβγαζα το φερεντίνι μου και αγκάλιαζα το αιδάνι που ήκοβα… πριν να το βάλω στο καλάθι
το σήκωνα και το ξάνυα…
Χρυσός καρπός , κομμάτι του εαυτού και τσι ψυχής μας. Το μέλλον μας…
Αυτές οι χρυσοπράσσινες ρόγες ήταν το χωμί του χρόνου, το χαρτζιλίκι μας, το σχολειό μας , η ζωή μας.
Και το ξέραμε από μικροί.
Το αμπέλι ήτανε μέρος τσι φαμίλιας, για αυτό και του δίναμε όνομα, σαν νάτανε παιδί. Μιλούσανε  με τσι αμπελιές οι παλιοί Σαντορινιοί .
Όσο ηξάνυες τα κοφίνια να γεμίζουνε ήφευγε ένα βάρος από πάνω σου.
Και μόλις ηρχούντανε ο Αγωγιάτης με τα μουλάρια του να τα φορτώσει ηξαλάφρωνες.
Ήταν το τέλος μιας μυσταγωγίας, το τέλος μια κουραστικής μέρας που παραδόξως σε γέμιζε χαρά και ζωντάνια.
_ Πάμε να πατήσωμε….
Στη Κάναβα του  Ευθύμιου του Κουτσογιανόπουλου  στο Κοντοχώρι…
Τραγούδια, αστεία, φωνές και τα ο ήχος από τα πόδια που λιώνανε τα σταφύλια …
Αυτός ο παράξενος ήχος που πάντα μ άρεσε και ηξεβαριούμουνε να τον ακούω….
Όταν ηπαίρναμε  κατάκοποι το δρόμο για το σπίτι ηξάνυα το πρόσωπο του αφέντη μου να καταλάβω αν ήτανε καλή η σοδειά….
- Θυμάσαι που σούπα να πεις δυνατά πάνω από την αφωταρίδα  στο Κλήδωνα : - Έλα Άι μου Γιάννη να ακνιάσει το αίδάνι;;;;…..μούλεε…
και ηγέλα από τη χαρά ντου που τα θα τα βγάζαμε πέρα και φέτος........και εγώ 'ητρεχα  σα τρεζός από τη χαρά μου μες στα στενά του κοντοχωριού….

Ηπήε καλά η βεντέμα…. Ήκνιασε το αιδάνι….

Για το κερα Ρινιώ μου. 

πηγή:Νέα της Σαντορίνης