Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Παραδοσιακά επαγγέλματα και ενασχολήσεις των κατοίκων της Σαντορίνης.



Η παρακάτω αναφορά στη παλιά Σαντορίνη είναι απόσπασμα από την εργασία του Γυμνασίου Φηρών κατά    το σχολικό έτος 1986 - 1987. Υπεύθυνος καθηγητής ήταν ο κ. Χριστόφορος Μηνδρινός.

Η καλλιέργεια του αμπελιού

        Η Σαντορίνη όπως γνωρίζουμε, ήταν ένα γεωργικό νησί. Η πιο βασική του καλλιέργεια είναι αυτή του αμπελιού. Την περισσότερή του έκτασή του την καλύπτουν τα αμπέλια. Όμως για να αναπτυχθεί το αμπέλι και να φτάσει στη ώριμη κατάστασή του, περνάει από ορισμένες διαδικασίες, που απασχολούν τον αμπελοκαλλιεργητή ολόκληρο το χρόνο, γιατί αρχίζουν το Σεπτέμβριο και τελειώνουν το Σεπτέμβριο του επόμενου χρόνου.
     Οι εργασίες αυτές είναι οι εξής:
1)     Το Σεπτέμβριο μετά τον τρύγο, αρχίζει το κουτσομύτισμα ή πάστρεμα για να εξοικονομήσουν τροφή για τα ζώα τους και για να λιγοστέψουν την μετέπειτα δουλειά του κλαδέματος. Κόβουν δηλαδή τα άχρηστα φυλλωμένα ακόμη κλαδιά και, αφού ξεραθούν, τα φυλάσσουν για τα ζώα το χειμώνα.
2)     Αρχίζει το κανονικό κλάδεμα. Καθαρίζουν τα αμπέλια από τα πολλά κλαδιά και κατόπιν τα απαραίτητα τα τυλίγουν σε σχήμα στεφανιού για να προφυλάσσουν τον καρπό από τον αέρα. Το κλάδεμα αρχίζει από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τις 26 Μαρτίου. Διαλέγουν αυτή την εποχή, γιατί βρέχει και μπορούν εύκολα να το τυλίγουν, και γιατί μετά το Μάρτη το αμπέλι μπουμπουκιάζει και τα μάτια εύκολα καταστρέφονται. Τα εργαλεία, που χρησιμοποιούν για το κλάδεμα, είναι το πριόνι για τα πολύ χοντρά και άχρηστα μέρη της αμπελιάς και η ψαλίδα και τα κλαδιά.
3)     Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη λιπαίνουν με κατάλληλα λιπάσματα, που φέρνει η ένωση, τα αμπέλια για να δυναμώσουν και ν’ αυξήσουν την απόδοσή τους
4)     Από τα μέσα του Δεκέμβρη μέχρι τα μέσα του Γενάρη τα ψεκάζουν για να σκοτώσουν τα διάφορα ζιζάνια, που φυτρώνουν.
5)     Τον Απρίλη γίνεται τα θειάφισμα, όταν οι βλαστοί φτάσουν τους 20-25 πόντους. Αυτό γίνεται για να προφυλαχθεί το αμπέλι από τις διάφορες αρρώστιες.
6)     Το κορφολόγημα ή κουτσοκόρφυμα, γίνεται το Μάιο. Τότε κόβουν τους βλαστούς για να δυναμώσουν οι καρποί.
7)      Η τελευταία εργασία είναι ο τρύγος στα τέλη Αυγούστου έως αρχές Σεπτεμβρίου. Ο τρύγος δεν αρχίζει την ίδια ημέρα σε όλες τις περιοχές του νησιού. Πρώτα αρχίζει στις ζεστές και παραθαλάσσιες περιοχές και κατόπιν στις ψηλές και κρύες. Στον τρύγο συμμετέχει ολόκληρη η οικογένεια με γέλια, τραγούδια και πειράγματα. Ξεκινούν πρωί πρωί με τα καλάθια η τα κοφάκια τους και με το φερεντίνι τους (είδος μαχαιριού, ειδικό για το κόψιμο των σταφυλλιών).
            Ο καρπός κόβεται στα καλάθια, μεταφέρεται στα κοφίνια και φορτώνεται στα γαϊδουράκια. Αυτά τον μεταφέρουν στο φορτηγό, που περιμένει στο δρόμο και αυτό με τη σειρά του τον πηγαίνει στα οινοποιεία για να γίνει κρασί.
            Όλα τα αμπέλια είναι γεμάτα από τρυγητάδες, νέους, γέρους και παιδιά και ο κάμπος αντιλαλεί από τα τραγούδια και τα ξεφωνητά τους. Χαρακτηριστικά είναι τα δίστιχα:
        « Ό τρύγος ήρθε βρε παιδιά για πάρτε το χαμπάρι οι κάναβες ανοίξανε πίσω στο Μαγκανάρι.»
         « Όταν ξεβεντεμίσουμε κι πλύνουν τα κοφίνια θα πάρω την αγάπη μου να πάω στην Αθήνα.»
            Τα σταφύλια εκτός από τα οινοποιεία όπου μεταφέρονται για να γίνουν κρασί, τα πάνε και στις κάναβες , τα παλιά οινοποιεία. Η «κάναβα» είναι ένα υπόσκαφο κτίριο υγρό, κατάλληλο για τη συντήρηση του κρασιού. Εκεί υπάρχει το πατητήρι όπου πατάνε τα σταφύλια. Το «ληνό» όπου καταλήγει ο μούστος, το «μάγκανο» για να μαγκανίσουν τα τσίκουδα ( ρόγες των σταφυλιών) και οι «άφουρες» ( μεγάλα βαρέλια για τη φύλαξη του κρασιού). Μερικές κάναβες έχουν εγκαταστάσεις απόσταξης, με τις οποίες βγάζουν τσικουδιά.
           Το άνοιγμα των βαρελιών γίνεται στις 22 Οκτωβρίου, ημέρα του Αγίου Αβερκίου. Τα παλιά χρόνια γίνονταν και διονυσιακά πανηγύρια.
           Οι ποικιλίες των σταφυλιών είναι πολλές και εκλεκτές, όπως «ασύρτικο» , «μαντηλαριά» , «αϊδάνι» , «αθύρι» , «βούδομα» , «μαυροτράγανο» , «γαϊδουριά» , «φλασκάτο» , «σαββατιανό» , «εφτάκιλο» ,«φράουλα» ,«σιδερίτης» , «ασπρούδα» , «σουλτανιά» και τόσες άλλες ακόμη .
           Η καλλιέργεια του αμπελιού  έχει απλουστευθεί τώρα, γιατί δεν υπάρχουν εργατικά χέρια για τις αρχικές εργασίες της, όπως π.χ. το πρώτο όργωμα, που λεγόταν «νιάτο», για να φρεσκάρουν τη γη, το δεύτερο, που λεγόταν «δίβολο», για να πάρει αέρα η γη μαζί με το αμπέλι, το τρίτο που λεγόταν «τριλέτρι», για να μαλακώσει η γη και να ρουφάει νερό. Η ανανέωση του αμπελιού γίνεται με καταβολάδες ή με μοσχεύματα.
      Απ’ όλα τα παραπάνω βλέπουμε πόσο κοπιάζει ο αμπελοκαλλιεργητής και περιμένει τον τρύγο για να δει αν θα ανταμειφτούν οι καρποί του.

     Η Παρασκευή της τσικουδιάς.

    Η τσικουδιά γίνεται από τα τσίκουδα τα πατημένα δηλαδή σταφύλια, που τα έχουν περάσει από το μάγκανο.
      Τα τσίκουδα τα ρίχνουμε στο ληνό, το χώρο δηλαδή όπου πατάνε τα σταφύλια, και τους προσθέτουν τόσο νερό που ίσα να κρατάνε δροσιά. Τα τσίκουδα μένουν αναμειγμένα με το νερό είκοσι (20) περίπου μέρες για να γίνει η ζύμωση.
       Το μείγμα μεταφέρεται με τενεκέδες σε ένα μεγάλο καζάνι, που είναι τοποθετημένο σε δυνατή φωτιά. Στον πάτο του καζανιού υπάρχει ένα στρογγυλό ξύλο με μικρές στρογγυλές τρύπες για να μην κολλάνε τα τσίκουδα στο πάτο. Στο χείλος του καζανιού προσαρμόζεται ένα ημισφαιρικό χάλκινο μεγάλο καπάκι. Στο σημείο επαφής γίνεται συγκόλληση με μείγμα στάχτης και νερού, για να μη γίνεται διαρροή των ατμών κατά το βράσιμο του μείγματος. Κάτω από την επίδραση της φωτιάς, το υγρό, που υπάρχει μέσα στο καζάνι, μετατρέπεται σε ατμοποιημένη τσικουδιά περνώντας, μέσου του σωλήνα, από τη δεξαμενή υγροποιείται. Το τελικό προϊόν της απόσταξης μαζεύεται σε πλαστικούς κουβάδες και είτε διατίθεται στο εμπόριο, είτε φυλάγεται σε βαρέλια.

     Η τέχνη του βαρελοποιού.

 Ο βαρελοποιός πρώτα μετράει τις «ντούγιες»(τα ξύλα που αποτελούν το βαρέλι). Τις πελεκάει με ένα μαχαίρι, που          λέγεται«ταλιακούδα» και μετά τις περνάει από μια μεγάλη «πλανιά», που είναι ακίνητη και σχηματίζει την κοιλιά του βαρελιού.
    Ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού είναι και η φόρμα, όπου το σκαρώνει. Κάθε βαρέλι είναι στα άκρα στενό ενώ στη μέση φαρδύ.
         Το ένα άκρο των ξύλων το κλείνει με στεφάνια, ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού, ενώ το άλλο άκρο είναι ακόμα ανοιχτό. Για να σχηματιστεί η κοιλιά του βαρελιού, κάνει μια σκάρα, όπως του μαγκαλιού, βάζει μέσα χοντρά ξύλα. Αφού δώσει φωτιά παίρνει τη σκάρα και από πάνω της τοποθετεί τα βαρέλι, όπως το προετοίμασε πιο πριν, με το ένα άκρο του δηλαδή έτοιμο. Με ένα συρματόσκοινο τριγυρίζει το βαρέλι στο άλλο άκρο που είναι ακόμη ανοιχτό. Με τι βίδα ένα εργαλείο με το οποίο πιάνει το συρματόσκοινο και από τις δύο πλευρές σφίγγει τα ξύλα και σιγά σιγά το άκρο αυτό που αρχικά είχε ετοιμαστεί.
         Στη συνέχεια αναποδογυρίζει το βαρέλι, χωρίς να πειράξει τη βίδα. Κόβει σίδερα ανάλογα με το βαρέλι και τα καρφώνει με περτσίνια. Αφού τοποθετήσει το εξωτερικό στεφάνι του άκρου, αρχίζει να ξεβιδώνει τη βίδα και να προσθέτει τα υπόλοιπα στεφάνια. Αν το βαρέλι είναι 500 έως 1000 κιλά βάζει δέκα στεφάνια .
          Μετά κάνει το «καβάρισμα» μπροστά και πίσω στα δύο δηλαδή στρογγυλά άκρα του βαρελιού με ένα σκεπάρνι γυριστό. Για να πιάσει το «φουντί», το στρογγυλό άκρο του βαρελιού, δηλαδή το καπάκι με τον «τζινιαδόρο» κάνει την πατούρα ένα είδος αυλακιού. Αφού ετοιμάσει το φουντί, το πατάει στην «πλάνια» και μετά το καρφώνει με δίμυτες βελόνες. Το φουντί αποτελείται από πολλά κάθετα κομμάτια ξύλου. Μετά παίρνει κουμπάσο από την πατούρα που άνοιξε, επί πέντε κουμπασιές. Παίρνει το κουμπάσιο και το τοποθετεί στο μέσο του φουντιού και παίρνει τον κύκλο στρογγυλό. Αφού αλείψει το στρογγυλό με μπογιά και φαίνεται το στρογγύλεμα της κουμπασιάς, με το «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού το κόβει και γίνεται στρογγυλό. Με την «ταλιαδόρα», μια μεγάλη μαχαίρα, κόβει το φουντί γύρω γύρω για να χωράει να μπει στην πατούρα. Ύστερα ξυνει το φουντί με ένα ροκάνι για να γυαλίσει. Στην συνέχεια βάζει ζυμάρι από αλεύρι και νερό στην πατούρα και βγάζει τρία στεφάνια για να περάσει το φουντί.
      Σηκώνει το βαρέλι όρθιο, σφίγγει τα στεφάνια και εφαρμόζει όλες τις ντούγες κι έτσι το βαρέλι δεν τρέχει. Ανοίγει μια τρύπα στη ράχη του βαρελιού απ’ όπου θα μπει ο μούστος στο βαρέλι, και μια μικρή σ’ ένα από τα δυο καπάκια του για να μπει η κάνουλα απ’ όπου τρέχει το κρασί.      

  Η καλλιέργεια της ντομάτας και η παρασκευή του  τοματοπολτού.

       Η ντομάτα είναι ένα από τα κυριότερα προϊόντα της Σαντορίνης. Έχει έρθει από την Ιταλία κατά την εποχή, που το νησί κατείχαν οι Ενετοί.
        Το χωράφι πριν φυτευτεί, ζευγαρίζεται με ξενικό αλέτρι και αυλακώνεται με την τοπική αξίνη.
         Το Φλεβάρη ανοίγουν λακκάκια  στο έδαφος  σε απόσταση 30 εκατοστών το ένα από το άλλο ρίχνοντας μέσα αρκετά σπόρια ντομάτας. Βέβαια ο σπόρος πριν φυτευτεί ξεραίνεται στον ήλιο για να μην μουχλιάσει. Μέτα κάνουν το βοτάνισμα βγάζοντας τα αγριόχορτα, που φυτρώνουν γύρω από τα φυτά.
       Το ύψος της ντοματιάς φτάνει περίπου τα 50 εκατοστά ανάλογα με την υγρασία του εδάφους, οπότε αρχίζει να ανθοφορεί.
       Η συγκομιδή γίνεται από τα τέλη Ιουνίου μέχρι τις αρχές Αυγούστου . Η σαντορινιά ντομάτα είναι πολύ γλυκιά και γευστική. Η ποιότητα του σπόρου είναι τέτοια, ώστε όσο καλό έδαφος και να βρει να μην μεγαλώνει περισσότερο. Τη μοναδική της γευστικότητα την οφείλει στο ότι δεν ποτίζεται αλλά αρκείται στην πρωινή υγρασία.
       Μετά τον τρυγητό της αρχίζει η διαδικασία της Παρασκευής του ντοματοπουλτού. Οι ντομάτες μεταφέρονται στη λεγόμενη κάναβα του μπελτέ. Εκεί υπάρχει μια μεγάλη σκάφη χωρισμένη σε δύο μέρη. Στο δεξιό της υπάρχει μια ξύλινη χοάνη με ένα οδοντωτό κύλιντρο και μια ξύστρα. Στο αριστερό μέρος υπάρχει ένα στεριωμένο σουρωτήρι.       
       Οι ντομάτες ρίχνονται στην ξύλινη σκάφη από τη χοάνη, μέσα στην οποία έριχναν σαράντα έως και εξήντα οκάδες ντομάτα. Ένας εργάτης κινεί τη χειρολαβή του κυλίντρου διαγράφοντας ένα τόξο 35-40 μοιρών.
        Μ ε αυτόν τον τρόπο οι ντομάτες στύβονται και μετατρέπονται σε πολτό που πέφτει στη ξύστρα και από κει στη σκάφη με την βοήθεια ενός εργάτη, που τρίβει τον παχύρρευστο πολτό πάνω στην ξύστρα. Αφαιρεί τους φλοιούς και τους βάζει στο μάγκανο.
        Ένας τρίτος εργάτης παίρνει τον πολτό και τον σουρώνει στη σουρώστρα για να φύγουν οι σπόροι. Έτσι στο αριστερό μέρος της σκάφης υπήρχε το καθαρό ζουμί της ντομάτας. Το παίρνουν και το βάζουν σ’ ένα δοχείο και το ρίχνουν σ‘ ένα μεγάλο καζάνι όπου βράζει.
         Μετά το βράσιμο μεταφέρεται με δοχεία πάνω στις ταράτσες, όπου είναι απλωμένα ρηχά σκαφίδια και εκεί το χύνουν. Μετά από δυο τρεις μέρες γίνεται μετάγγιση του πολτού στις «πόρτες»(μεγαλύτερα σκαφίδια) και όταν έκριναν πως ο πολτός ήταν κατάλληλος, τον μεταφέρουν στις «βούτες»(μεγάλα βαρέλια) έτοιμο για το εμπόριο.

      H    φάβα

   Ένα από τα γεωργικά προϊόντα της Σαντορίνης είναι και ξακουστή φάβα της. Καλλιεργούν αρακά στο ηφαιστιογενές έδαφος του νησιού και μετά από μια σειρά εργασιών, που εδώ και χρόνια εφαρμόζουν οι κάτοικοι του, παράγεται ο περιζήτητος καρπός της φάβας. Ο γεωργός δεν κάνει καμία ιδιαίτερη προετοιμασία στο έδαφος. Αρχίζει κατευθείαν να το φυτεύει στις 21 Δεκεμβρίου (κυρά-Ελεούσας ) .Το φύτεμα γίνεται με δύο τρόπους:
1)Σπέρνει το σπόρο του αρακά
2) Κάνει μικρούς λάκκους με την αξίνη, γεωργικό εργαλείο που στο κάτω μέρος του είναι μυτερό για να τραβάει το χώμα κι εκεί βάζει τους σπόρους.
       Αφού φυτέψουν τον αρακά μερικοί γεωργοί προτιμάνε να ρίξουν στο έδαφος φάρμακο για τα χόρτα-ζιζάνια.
     Κατά τον Απρίλη ο αρακάς αρχίζει να βγάζει το «λουβί»(ανθό). Στη συνέχεια το λουβί ξεραίνεται και βγαίνει ο καρπός. Το διάστημα αυτό αρχίζουν και βγαίνουν ζιζάνια σε όσα χωράφια δεν έχει πέσει το σχετικό φάρμακο το Δεκέμβρη. Αν ο γεωργός αδιαφορήσει η σοδιά είναι χαμένη.
       Εχθροί του σε όλο αυτό το διάστημα, είναι ο καυτός ήλιος και η «βουβάλα», έντομο που τρώει το φυτό. Χρειάζεται νερό και λίγο ήλιο.
              Κατά τις αρχές του Μάη ο αρακάς έχει ξεραθεί πάνω στο φυτό. Τον μαζεύουν με την «ανεδοσά» (υγρασία) τις πρώτες πρωινές ώρες, ώσπου να βγει ο ήλιος για να μην θραύεται αργότερα με την παρουσία του. Το μάζεμα δεν έχει κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Όταν βρίσκεται και κανένας γλετζές αρχίζει το τραγούδι. Τον κάνουν δεμάτια και τον παραδίνουν στους «γαϊδουρολάτες», που για τη δουλειά που αναλαμβάνουν παίρνουν σαν αμοιβή τα άχυρα. Δουλειά του «γαϊδουρολάτη» είναι να πάει στο αλώνι και να τα αλωνίσει . Κατά το αλώνισμα ξεχωρίζουν τα άχυρα από τον αρακά.
               Στη συνέχεια τα λιχνίζει με το «διχάλι», ένα εργαλείο που μοιάζει με πιρούνα και που χρησιμεύει στο να βγάζει το χώμα και τα ψιλά άχυρα. Απαραίτητο για το λίχνισμα είναι το αεράκι για να βοηθήσει την κατάσταση. Η δουλειά του «γαϊδουρολάτη» τελειώνει εδώ.
            Ο γεωργός παίρνει τον αρακά και τον βάζει σε βαρέλια με φάρμακο. Εκεί τον διατηρεί περίπου ένα χρόνο για να μην ξεπουπουλιάσει δηλαδή να μην κουφαθεί. Αν τον αλέσουν νωρίτερα για θραυστεί.
           Όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός γίνεται η αποφλοίωση με δύο τρόπους:
1)    Βρέχουν τον αρακά και τον βάζουν στο ήλιο.
2)    Τον βρέχουν και τον βάζουν στον ήλιο.
     Σειρά έχει τώρα το άλεσμα που και αυτό γίνεται με δύο τρόπους:
Α) Με τον παλιό χειρόμυλο. Αυτός αποτελείται από δύο στρογγυλές πέτρες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη. Η επάνω πέτρα έχει μία τρύπα στ κέντρο και εκεί μπαίνει ένας άξονας ο οποίος συνδέει τις δύο πέτρες. Στην επάνω πέτρα υπάρχει επίσης ένα ξύλο το οποίο βοηθάει στην περιστροφή της, ενώ η κάτω παραμένει ακίνητη. Το προϊόν του αλέσματος το περνάνε στη συνέχεια από την «ντουμπανίστρα» και μετά το καθαρίζουν.
Β) Με την κοπτική μηχανή, ένα μηχάνημα που δουλεύει με ρεύμα. Στο επάνω μέρος έχει ένα χωνί όπου ρίχνουν τον αρακά. Μετά περνάει από έναν σωλήνα και τελικά καταλήγει αποφλοιωμένος και κομμένος. Μετά τον καθαρισμό η φάβα είναι έτοιμη.

    Oι αγωγιάτες

Αν ο επισκέπτης φτάσει με το πλοίο στο γιαλό των Φηρών ή στο λιμάνι της Οίας υπάρχει ένας πολύ γραφικός τρόπος για ν’ ανέβει τα εκατοντάδες σκαλιά που θα τον οδηγούσαν στα χωριά. Δεκάδες γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα περιμένουν υπομονετικά να εκτελέσουν το αγώι τους ενώ οι αγωγιάτες μαλώνουν μεταξύ τους γιατί κάποιος «πήρε την κούρσα» με χαμηλότερη τιμή ή γιατί κάποιος δεν τήρησε τη σειρά προτεραιότητας. Σήμερα οι αγωγιάτες έχουν μπει στη υπηρεσία του τουρισμού. Παλαιότερα, όταν δεν υπήρχε το λιμάνι του «Αθηνιού» οι μόνες προσβάσεις ήταν τα λιμανάκια του γιαλού των Φηρών και της Οίας. Ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί στα χωριά παρά μόνο σκαλιά. Έτσι ο μοναδικός τρόπος μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων ήταν τα ζώα.
        Η ετοιμασία των ζώων γίνεται στην εξώμαντρα. Ο αγωγιάτης βάζει στη ράχη του αλόγου ένα ή περισσότερα χαλιά για να μην το πονάει η απευθείας επαφή με τη σέλα. Η σέλα αποτελείται από την «πισιλίνα» που τοποθετείτε στην ουρά του αλόγου και από το «καπίστρι» που είναι το σκοινί που μπαίνει στο λαιμό του. Η σέλα στερεώνεται μ’ ένα λουρί κάτω από την κοιλιά του και λέγεται «νίγλα». Τα χαλινάρια είναι ένας σκελετός από λουριά που μπαίνουν στο κεφάλι του αλόγου και με τα οποία ο αγωγιάτης κουμαντάρει το ζώο.
      Για να στολίσει και να ομορφύνει το ζώο, του κρεμάει στο λαιμό κουδουνάκια με χάντρες και στο μέτωπο του κρεμάει ένα φυλακτό.
       Αν το ζώο είναι γαϊδούρι η ετοιμασία είναι σχεδόν η ίδια. Η μόνη διαφορά είναι πως εκτός από τα χαλιά βάζουν στη ράχη του και τη «στρατούρα» που είναι ένα σακί με άχυρα, κάτι δηλαδή σαν πάλτωμα.
    Όταν όλα είναι έτοιμα, ο αγωγιάτης παίρνει την κρανιά που αποτελείται από ξύλο οξίας και ένα λουρί και με την οποία κεντρίζει τα ζώα για να προχωράνε γρήγορα. Βγάζει τα ζώα από την εξώμαντρα και πηγαίνει για να βγάλει το μεροκάματο φωνάζοντας σ’ αυτά με ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο.
         Λεξιλόγιο του αγωγιάτη:
«ντε λαξο ντε»: Προχώρα, «ντε βέσα ντε»: Πήγαινε μέσα, «λα λα»: Ελα κοντά, «λα έξω»: Έλα έξω, «ντε βίσο ντε»: Πήγαινε πίσω, να ψου: Σταμάτα, να μωρή να: Σταμάτα για το θηλικό, «να πιέρα»: Φρόνιμα, «να βολά»: Άλλαξε δρόμο.

      Το ζευγάρισμα

       Το ζευγάρισμα στη Σαντορίνη γίνεται ακόμα με παραδοσιακό τρόπο. Οι Σαντορινιοί ζευγαρίζουν ακόμα με άλογα και μουλάρια . Χρησιμοποιούν δύο ζώα που τα συνδέουν με το ζυγό ένα ξύλο που τοποθετείται στο λαιμό τους πάνω στα πράνόμια, περιλαίμια γεμισμένα με άχυρο που ο ρόλος τους είναι να προστατεύουν το ζώο από το πλήγωμα. 
        Ο ζυγός συνδέεται με τα προνόμια με τις ζέβλες. Υπάρχουν δύο είδη αλέτρων:
1)    Το ξενικό που είναι σιδερένιο.
2)    Το σαντορινιό που είναι ξύλινο.
Τα μέρη του αλέτρου είναι: Η «έχερη» τα χερούλια δηλαδή με τα οποία ο ζευγολάτης διευθύνει το άλετρο, το υνί που αυλακώνει, το φτερό που βοηθάει το έργο του υνιού καθώς απομακρύνει το χώμα που βγαίνει με το αυλάκομα. Το «στοβάρι» είναι άξονας που με τα δύο σκοινιά συνδέεται με το κέντρο τ5ου ζυγού. Καθώς τα ζώα προχωράνε ενωμένα με το ζυγό τραβάνε το άλετρο.
       Στο στόμα των ζώων φοράνε ένα σιδερένιο καλαθάκι το «στομάχι» για να εμποδίσουν το ζώο να σταματάει για να φάει.

       Το αλώνισμα και το λίχνισμα

     Στην αρχή του καλοκαιριού τα αλώνια ζωντανεύουν. Οι γεωργοί πηγαίνουν εκεί το κριθάρι τους για να το αλωνίσουν και να πάρουν τον καρπό. Το κριθάρι απλώνεται στο αλώνι και τα ζώα το πατούν γυρίζοντας κυκλικά γύρω γύρω στο αλώνι υπό την  καθοδήγηση του αφεντικού τους. Με το πάτημα ο καρπός ξεχωρίζει από τα ΄χυρα. Όταν το αλώνισμα τελειώσει, σειρά έχει το λίχνιμα. Στέκονται κόντρα στον καιρό και με τη διχάλα ξεχωρίζουν τα άχυρα από το κόνταλο ( τα χοντρά μέρη του φυτού κριθαριού) και από τον καρπό.

 Η τέχνη του σαμαρά

     Τότε που το μεγαλύτερο ποσοστό των Σαντορινιών ασχολιόταν με τη γεωργία, ο γαϊδουρολάτρης κατέφευγε στο σαμαρά για να του φτιάξει όχι μόνο το σαμάρι ή, στη ντόπια διάλεκτο το «σομάρι», αλλά και το σαντορινιό άλετρο, που ήταν ξύλινο, και τον ζυγό ή «ζυό», που τον χρησιμοποιούσε στο ζευγάρισμα (όργωμα).
           Ο σαμαράς έφερνε από το Άγιο Όρος κορμούς «πριναριού», που το ξύλο του είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στις σκληρές δουλειές.
     Με τον  «καταρράκτη» είδος   μεγάλου πριονιού έσχιζε το ξύλο για να βγάλει τα κομμάτια που ήθελε.
      Για να δώσει τέλειο σχήμα στο κομμάτι, που έφτιαχνε, χρησιμοποιούσε φαρτσογωνιά, κοπίδι, διαβήτη, γωνιά, κλειδί.
       Μετά το ροκάνισμα και το τρίψιμο των ξύλων σειρά είχε το κάρφωμα. Εδώ άλλοτε χρησιμοποιούσε καρφιά και άλλοτε «πήρους» (ξύλινα καρφιά).
       Άλλα εργαλεία που χρησιμοποιούσε, ήταν: αστράμπουλο, σκαρπίδα, σμίλα, σιδεραπείονο, ζόμπα, σμίνη, σιγάτσο, σιγάτσα.
           Ο τελευταίος γνήσιος επαγγελματίας σαμαράς ήταν ο Μηνδρινός Ευάγγελος που πέθανε το 1983. Την τέχνη την έμαθε στο γιο του Μηνδρινό Ιάκωβο, που σήμερα είναι μαραγκός και που μας έδωσε τις παραπάνω πληροφορίες

         Οι μύλοι

    Σε τοποθεσίες, που είναι εκτεθειμένες στους αέρηδες, που είναι συχνοί και δυνατοί στη Σαντορίνη, συναντάει κανείς πολλούς μύλους. Άλλοι είναι σχεδόν ερείπια, άλλοι μισοκατεσταμένοι, άλλοι έχουν επισκευαστεί και έχουν αξιοποιηθεί τουριστικά.
     Ανεμόμυλοι: Κατάλοιπα μιας άλλης εποχής, που οι κάτοικοι του νησιού με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα με σακιά γεμάτα σιτάρι ή κριθάρι έτρεχαν για να αλέσουν και να πάρουν αλεύρι.
     Ο μύλος ήταν κατασκευασμένος από ηφαιστειακές πέτρες , που τις έχτιζαν με χώμα, νερό και ασβέστη. Ήταν στρογγυλός, 6μ. ψηλός, ενώ η εξωτερική περιφέρεια της βάσης του ήταν 30μ. Ο μύλος ήταν χτισμένος πάνω στον «τράλικα», μια κυκλική πλατιά βάση που ήταν θεμελιωμένη μέσα στη γη. Το ύψος του τράλικα από την επιφάνεια της γης ήταν 1-150μ. ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Έτσι, για να φτάσεις στην είσοδο του μύλου, έπρεπε ν’ ανέβεις σκαλάκια.
          Ο «τράλικας» εσωτερικά ήταν κούφιος, σχημάτιζε μία σπηλιά. Εκεί έμενε ο μυλωνάς. Στη σπηλιά έμπαινες από μία πόρτα, που ήταν ανοιγμένη στον τράλικα. Η σπηλιά επίσης συνδέονταν με το εσωτερικό του μύλου με μια εσωτερική σκάλα.
         Η σκεπή του μύλου, η «κουκούλα» ήταν φτιαγμένη από άχυρα. Λίγο πιο κάτω από την κουκούλα εξείχε  ένα ξύλο, ο «άξονας», που πάνω του ήταν προσαρμοσμένες δώδεκα ξύλινες «αντέντες» σε κυκλική διάταξη. Σχημάτιζαν μια ρόδα, μια και συνδέονταν μεταξύ του με σκοινί. Κάθε αντέντα είχε μήκος 5,80μ. και πάνω της ήταν αναρτημένος μουσαμάς, ανθεκτικό πανί για να μη σχίζεται από τους ανέμους. Όταν ο μύλος δούλευε, τα πανιά ήταν σηκωμένα, ενώ, όταν δε δούλευε, ήταν μαζεμένα.
      Δεξιά της εισόδου του μύλου, υπήρχε η «καταπακτή», που συνέδεε το μύλο με τη σπηλιά, ενώ αριστερά μια σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο του μύλου. Η σκάλα ήταν κυκλική , χτισμένη από πέτρες και αποτελείτο από δώδεκα σκαλιά. Κάθε σκαλί ήταν 20 εκατοστά φαρδύ, είχε 45 εκατοστά μήκος και 20 εκατοστά ύψος. Στο υπόγειο του μύλου άφηναν τα τσουβάλια που ήταν για άλεσμα. Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν όλα τα εξαρτήματα, με τα οποία ο μύλος λειτουργούσε, και φωτιζόταν από τέσσερα μικρά παράθυρα.
       Καθώς οι αντένες γύριζαν με τη δύναμη του ανέμου, έθεταν σε κίνηση τον άξονα, που με τη σειρά του κινούσε την «ανέμη». Η ανέμη ινούσε το «καταμούχλι», τα «εξάρτια», τα εξάρτια τις «μυλόπετρες», δυο μεγάλες στρογγυλές πέτρες, που ανάμεσα τους έβαζαν το σιτάρι ή το κριθάρι για άλεσμα. Στο κέντρο υπήρχε μια τρύπα, η «φάκα», απ’ όπου έπεφτε το αλεύρι στο ισόγειο του μύλου και συγκεντρώνονταν στη «σέσουλα», είδος μπαούλου. Ο μυλωνάς δεν πληρώνονταν με χρήματα γι το άλεσμα, παρά έπαιρνε το 10% του αλευριού. Η αμοιβή του αυτή λέγονταν «αξάι».

 Το κυνήγι.

     Το κυνήγι, καθαρά αντρικό σπορ, συνεπαίρνει όλους τους Σαντορινιούς, από μικρά παιδιά μέχρι ηλικιωμένους. Την περίοδο του κυνηγιού, ειδικά πριν τη βροχή, ο τόπος αντηχεί από τις τουφεκιές των « θεμόαιμων» κυνηγών, που δε λογάριαζαν αποστάσεις και ταλαιπωρίες. Ακόμα και μικρά παιδιά κυκλοφορούν ζωσμένα επιδεκτικά τα πουλιά, που χτύπησαν με το αεροβόλο τους. Εκτός όμως από το τουφέκι, υπάρχουν άλλοι τρεις τρόποι για να πιάνουν πουλιά:1) Με οξόβεργα,2)με σπέτουλα και 3) με τις περίφημες λίμνες.
1)          Οξόβεργα
Πρόκειται για βέργες που έχουν μήκος 25-50 πόντους. Αλείφουμε ένα μίγμα από καρπό οξιάς, ζεσταμένο μέλι και ζάχαρη. Αυτό το μίγμα    λέγεται «οξιός»(οξο-βέργα). Για να φτιαχτεί πρέπει να μαζέψουμε καρπό από οξιά. Βγάζοντας το εξωτερικό φλούδι συγκεντρώνουμε σε μία λεκάνη το εσωτερικό παχύρρευστο μίγμα. Μετά ζεσταίνουμε μέλι με ζάχαρη, το ρίχνουμε  στη λεκάνη και το ανακατεύουμε. Έτσι δημιουργείται ένα παχύρρευστο μίγμα, που κολλάει. Αυτό το μίγμα το περιχέουν στις βέργες και τις αφήνουν στον ήλιο να στεγνώσουν. Τα ξόβεργα είναι έτοιμα να τοποθετηθούν στα κλαδιά των δέντρων. Μόλις το πουλί πατήσει πάνω του.,   κολλάει και δεν μπορεί να φύγει.
2)          Σπέτουλα
Πρόκειται για ένα είδος κλουβιού, που έχει από την πάνω του πλευρά μια μεγάλη πόρτα, που κλείνει από μόνη της. Μέσα στο κλουβί υπάρχει φαγητό και νερό για να προσελκύουν τα πουλιά και να μπαίνουν μέσα. Υπάρχει και ένα λεπτό ξύλο, που βγαίνει έξω από το κλουβί και που στην άκρη του έχει ένα βαθούλωμα. Στο βαθούλωμα κοντράρει μια σφήνα, που είναι συνδεδεμένη με την τροφή μπει στο κλουβί και πατήσει το λεπτό ξύλο, η σφήνα φεύγει από τη θέση της και η πόρτα κλείνει αυτόματα παγιδεύοντας το πουλί μέσα.
3)          Λίμνες
Από τις αρχές του Οκτώβρη μέχρι το τέλος του Νοέμβρη οι Σαντορινοί, μικροί μεγάλοι, παθιάζονται με τις λίμνες. Στις πεδινές περιοχές, όπου και να στραφεί το μάτι σου, αντικρίζει λίμνες. Είναι η βασική μέθοδος για να πίνουν μικρόπουλα.
Η ονομασία λίμνες έχει προέλθει από τις μικρογραφίες τεχνιτών λιμνών, που έλκουν τα πουλιά για να πιουν νερό.
     Η «γούρνα» είναι ένα τσιμεντένιο βαθούλωμα σε σχήμα παραλληλογράμου που το γεμίζουν με νερό. Σε πολύ μικρή απόσταση από τη γούρνα τοποθετούν τον «παλουκάρη», πουλί που του έχουν βγάλει τις φτερούγες και του και του έχουν δέσει το πόδι να μην μπορεί να φύγει.
       Ρόλος του παλουκάρη είναι να προσελκύσει τα περαστικά πουλιά.
       Τριγύρω από τη λίμνη έχουν τοποθετηθεί ξερά κλαδιά δέντρων, που περιβάλλουν τη γούρνα, ενώ πρόκειται για ψεύτικα δέντρα. Εδώ, καθώς και σε διάφορα παλούκια, που είναι μπηγμένα στη γη σε αρκετή απόσταση μεταξύ του, βάζουν τους «πλάνους», κλουβιά στο χρώμα του ξύλου ή σε πράσινο χρώμα για να μην είναι ευδιάκριτα, μέσα στα οποία έχουν βάλει πουλί, που κελαηδάει για να καλεί τα περαστικά και να τα παρασύρει στη λίμην, να τα «πλανεύει».
         Σε μικρή απόσταση από τη γούρνα έχουν τοποθετήσει τη «φουρμέλα», το βασικό μέρος σύλληψης του πουλιού. Είναι δίχτυα με πολύ μικρές τρύπες, στα οποία είναι προσαρμοσμένα τέσσερα κοντάρια με ύψος 1,20μ. το καθένα. Τα κοντάρια είναι με τέτοιο τρόπο δεμένα με το δίχτυ, έτσι ώστε, όταν τραβάς το κεντρικό σκοινί, σηκώνεται και τραβώντας το δίχτυ μαζί «καπελώνουν» το πουλί, που πήγε στη λίμνη είτε για να πιει νερό, είτε για να βρει τροφή. Ο κυνηγός βρίσκεται κρυμμένος μέσα στην «καλύβα», που είναι σκεπασμένη συνήθως με ξερά χόρτα, για να μην τον βλέπουν τα πουλιά και φεύγουν. Όταν το πουλί πάει μέσα στη λίμνη, τραβάει το κεντρικό σκοινί της φουρμέλας και το πουλί παγιδεύεται.

Το πανηγύρι.

    Ένα από τα πατροπαράδοτα έθιμα της Σαντορίνης είναι το πανηγύρι, που γίνεται, όταν γιορτάζει κάποιος άγιος, στο χώρο της εκκλησίας και στο πανηγυρόσπιτο.
       Η εκκλησία προετοιμάζεται μια ή δυο μέρες πριν τη γιορτή του αγίου. Αν η εκκλησία είναι ενοριακή, οι γυναίκες του χωριού είναι εκείνες, που θα αναλάβουν την προετοιμασία, ενώ αν είναι ιδιωτική, είναι οι ιδιοκτήτες, που την αναλαμβάνουν.
      Μετά τον καθαρισμό της εκκλησίας ακολουθεί το στόλισμα των εικόνων με λουλούδια της εποχής, πριν τον εσπερινό. Με τα καλύτερα λουλούδια ή σημαιοστολίζεται με πολύχρωμες σημαίες. Σε κάποια χωριά ο δρόμος, που οδηγεί προς την εκκλησία, στρώνεται με κλαδιά δεντρολίβανου.
      Όταν η εκκλησία, που γιορτάζει, είναι δημόσια, συγκεντρώνονται χρήματα από όλους τους χωριανούς για τα έξοδα της «πανήγυρης», ενώ όταν είναι ιδιωτική, τα έξοδα αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου οι ιδιοκτήτες.
      Στις μέρες μας το πανηγύρι γίνεται ανήμερα της γιορτής του αγίου, μετά τη λειτουργία. Στο «πανηγυρόσπιτο», που βρίσκεται δίπλα η κολλητά στην εκκλησία, γίνεται η προετοιμασία της «πανήγυρης» ό,τι δηλαδή φαγώσιμο προσφέρεται στους προσκυνητές.
       Οι άντρες με μακριές λευκές ποδιές και λευκούς σκούφους μαγειρεύουν σε μεγάλα καζάνια την κλασική φάβα, φασολάδα, κάπαρη, που τα σερβίρουν σε λευκά πλαστικά μπολ. Επίσης η διανομή της πανήγυρης περιλαμβάνει μπακαλιάρο, σαντορινιούς ντοματοκεφτέδες, ψωμί, τυρί, ντομάτες, λάχανα. Απαραίτητη είναι η παρουσία του κρασιού που ρέει άφθονο.
        Παλιότερα πήγαιναν και οι οργανοπαίχτες με βιολιά, λαούτα, τζαμπούνες και έπαιζαν, ενώ πολλοί χόρευαν και τραγουδούσαν. Το φαγοπότι συνεχιζόταν ολόκληρη τη νύχτα.
       Το πανηγύρι στα παλαιότερα χρόνια ήταν πράγματι γεγονός, μια και οι άνθρωποι μη έχοντας άλλη ευκαιρία για διασκέδαση ξέδιναν και πραγματικά απολάμβαναν τη γιορτή. Εκτός από τη διασκέδαση, με το γέντι βρισκόντουσαν μεταξύ τους και ένιωθαν κοντά ο ένας στον άλλο. Γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια όλης της χρονιάς γινόντουσαν πολλά πανηγύρια.

Παραδοσιακές κατοικίες

    Στα παραδοσιακά σίτια της Σαντορίνης μπορούμε να να διακρίνουμε δύο τύπους σε σχέση με τον τρόπο κατασκευής τους:
1)          Τα υπόσκαφα . Είναι σκαμμένα μέσα στη ηφαιστειακή τέφρα (άσπρα) με μορφή θολωτής σπηλιάς. Στα υπόσκαφα κατοικούσαν οι φτωχότερες οικογένειες.
2)           Τα κτιστά πάνω στην επιφάνεια της γης, που είναι και αυτά εσωτερικά θολωτά, ενώ εξωτερικά δίνουν την εικόνα κύβων. Σε τέτοια σπίτια κατοικούσαν οι έμποροι. Στα μέσα του περασμένου αιώνα αναπτύχθκε μια ισχυρή τάξη καπεταναίων, που κάνοντας εμπόριο ήρθαν σε επαφή με την Ευρώπη και εισήγα από εκεί πολλά στοιχεία που αφορούσαν το σχέδιο και τη διαρρύθμιση των σπιτιών. Είναι ο νεοκλασικός τύπος σπιτιών, με τις κολώνες, τους πεσσούς, κιονόκρανα, τα αετώματα, τα γείσα, τα διαζώματα.
          Χαρακτηριστικό και των δύο τύπων σπιτιών είναι η «θολοδομία». Η οροφή τους είναι θολωτή για να γίνονται ανθεκτικά στους σεισμούς, που λόγου του ηφαιστείου είναι πολύ συχνοί στο νησί. Το σαντορινιό σπίτι αποτελείται από ένα χώρο που λειτουργεί σαν είσοδος  χώρος υποδοχής, καθιστικό. Η πρόσοψη του σπιτιού έχει πολλά ανοίγματα, παρόλο που είναι στενή. Η τυπική διάταξη είναι να βρίσκεται η πόρτα στη μέση, αριστερά και δεξιά της από ένα παράθυρο, ενώ πάνω της υπάρχει φεγγίτης. Όλα αυτά τα ανοίγματα είναι λειτουργικά, γιατί αποτελούν τις μοναδικές εισόδους φωτός για ολόκληρο το σπίτι. Η κουζίνα άλλοτε είναι εσωτερική και άλλοτε εξωτερική. Το σημείο όπου μαγείρευαν, ήταν η «πιροστιά»,που αποτελείτο από δυο πέτρες. Ανάμεσα τους έβαζαν ξύλο, άναβαν φωτιά και από πάνω τοποθετούσαν το καζάνι που μαγείρευαν.
       Στην αυλή υπάρχει το αποχωρητήριο, που είναι  υπερυψωμένο γύρω στο 1,50μ. από την επιφάνειά της. Στο χώρο που δημιουργείται ακριβώς από κάτω, έπεφταν τα λύματα και τα μετέφεραν στα χωράφια χρησιμοποιώντας τα σαν λίπασμα.
         Η «στέρνα», μοναδική πηγή νερού, είναι εσωτερική ή εξωτερική και συγκέντρωνε τα νερά της βροχής. Το βρόχινο νερό πέφτοντας στην αυλή, ή στην ταράτσα έμπαινε στα λούκια  και από εκεί στη στέρνα.
          Τα παραθυρόφυλλα τα «σκούρα», είναι εσωτερικά, ενώ τα τζάμια εξωτερικά και αυτό για να μη φθείρονται τα παραθυρόφυλλα και για να εξασφαλίζεται ο φωτισμός, όταν φυσάνε οι γέροι αέρηδες.
        Στα κτιστά σπίτια σαν δομικά υλικά χρησιμοποιούνται ελαφρόπετρα, που λειτουργεί σαν μονωτικό υλικό και πέτρες. Οι τοίχοι τους είναι παχιοί και έτσι το κρύο δεν διαπερνά εύκολα τα σπίτια. Η οροφή των κτιστών σπιτιών άλλοτε είναι θολωτή και άλλοτε σχηματίζει «σταυροθόλια».
      Για την κουζίνα ισχύει ότι και για τα υπόσκαφα. Η εσωτερική διάταξη των χώρων όμως είναι διαφορετική. Η κύρια είσοδος του σπιτιού συνδέεται με τον κεντρικό διάδρομο, που αριστερά και δεξιά του υπάρχουν τα «καλά» δωμάτια και τα υπνοδωμάτια. Τα υπνοδωμάτια δέχονταν το φυσικό φωτισμό από παράθυρα εσωτερικά, που έβλεπαν στο διάδρομο. Μια τέτοια όμως μέθοδος δεν ήταν πολύ υγιεινή, γιατί τα δωμάτια αυτά δεν εξαερίζονταν καλά.

Η καντάδα

 Η καντάδα απετέλεσε τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα μας κύριο και βασικό όπλο για την κατάκτηση μιας κοπέλας από τον ερωτοχτυπημένο νέο.
        Ο τρόπος ζωής των κατοίκων της Σαντορίνης δεν επέτρεπε ελεύθερες σχέσεις. Η κοπέλα εξαρτιόταν απόλυτα από τους γονείς της, οι οποίοι και δεν επέτρεπε ελεύθερες σχέσεις. Η κοπέλα εξαρτιόταν απόλυτα από τους γονείς της , οι οποίοι και διάλεγαν το μέλλοντα γαμπρό. Μια τέτοια κατάσταση όμως δε στέκονταν εμπόδιο για τον «ερωτοχτυπημένο» νέο, που μάχονταν για την καρδιά της «καλής» του κάτω  από τα παράθυρά της με μοναδικό «όπλο» το τραγούδι. Την αγάπη του, την τρυφερότητά του, το ρομαντισμό του, τα εκφράζει με στίχους, άλλοτε για να συγκινήσει την κοπέλα και άλλοτε για να ανανεώσει τον πόθο της.
           Συμπαραστάτες του νέου στην κατάκτηση της αγαπημένης του είναι οι φίλοι του, άλλοτε επαγγελματίες και άλλοτε ερασιτέχνες μουσικοί. Το σοκάκι ξεχείλιζε από μουσική και έρωτα.
        Η κοπέλα, ανάλογα με τον κανταδόρο, είτε ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα και έβγαινε στο παραθύρι, είτε αδιαφορούσε.
        Οι γονείς αντιλαμβάνονταν τον κανταδόρο και ανάλογα με τις συνθήκες «έπρατταν».
Σήκω επάνω κι άνοιξε
Του ποταμού νεράιδα,
Και τα βιολιά στην πόρτα σου
Σου κάνουνε μαντινάδα.
Σήκω επάνω κι άνοιξε,
Κι αν δεν ανοίξεις, πες το
Κουράστηκαν τα πόδια μου
Να στέκομαι απ’ έξω.
Σήκω επάνω κι άνοιξε
και κάθισε στο στρώμα
κι άκουσε τι θα σου πει
το εδικό μου στόμα.
Ξύπνα, διαμάντι και ρουμπί,
ξύπνα ωραία βιόλα,
ξύπνα να σου διηγηθώ
τα βάσανα μου όλα.
Αφήνω σου καληνυχτιά
Χρυσή μηλιά του Μάη,
Κι αφήνω σου τον άγγελο
Στην πόρτα να φυλάει.
Από την πόρτα σου περνώ
Κι από τη γειτονιά σου,
Με την ελπίδα πως μπορώ
Ν’ ακούσω τη λαλιά σου.
Βασιλικό θε να γενώ
Εις το παράθυρό σου
Να κόβεις να μυρίζεσαι
Τον αγαπητικό σου.
Αν μ’ αγαπάς πουλάκι μου,
Απόψε θα το δείξεις,
Το παραθύρι του βοριά
Απόψε να μ’ ανοίξεις.

 Τραγούδια του γάμου - Του κρεβατιού
Που ειν’ η μάνα του γαμπρού
Να ρίξει τα  σεντόνια,
Που της τα γαζώνανε
Με διάφορα βελόνια;
Για βάλτε τα νιψίδια σας
Τα χρυσοκεντημένα,
Οπού της τα πλέκανε
Χεράκια κοντιλένια.
Για βάλετε το πάπλωμα
Με τη μεγάλη πούλια
Για να πλαγιάσει ο βασιλιάς
Με τη βασιλοπούλα
Για στρώσατε το νυφικό
Με ασήμια και διαμάντια,
Γιατί θε να πλαγιάσουνε
Τέσσερα μαύρα μάτια.
Στρώσαμε το νυφικό,
Έπεσε κι η κουβέρτα,
Περάστε συμπεθέροι μου
Να ρίξετε κουφέτα.

Της νύφης
Νύφη μου ωραιότατη
Καμία δε σου μοιάζει
Μόνο το τριαντάφυλλο
Κι ο κρίνος σου ταιριάζει.
Όμορφη, που’ ναι η νύφη μας
Σαν ρόδο του Απρίλη,
Σαν άσπρο τριαντάφυλλο
Με κοραλένια χείλη.
Νύφη, π’ ατσράφτεις και βροντάς
Και ψιχαλάς και βρέχεις,
Κι όλες τις χάρες του Χριστού
Επάνω σου τις έχεις.
Νύφη μου ωραιότατη,
Με πλούτη και με κάλλη,
Με οικογένεια λαμπρή
και με σπουδή μεγάλη.

Του γαμπρού
Σήμερα γάμος γίνεται
Σε ωραίο περιβόλι,
Γιατί αποχωρίζεται
Η μάνα από την κόρη.
Γαμπρέ, αυτού, που κάθεσαι,
Ξερό είναι το ξύλο
Κι από την ομορφάδα σου
Βγάνει καρπό και φύλλο.
Γαμπρέ μου, όταν σε φέρανε
Από την όξω στράτα,
Μικροί μεγάλοι έτρεξαν
κι ο ουρανός με τα άστρα.
Γαμπρέ μου ρήγα της φραγκιάς
Και πρίγκιπα της πόλης,
Οι γάμοι σου ακούστηκαν,
Στην οικουμένη όλη. 
Γαμπρέ, μια χάρη σου ζητώ
Και θελώ να την κάνεις,
Τη νύφη που σου δίνουνε
Να μη τηνε πικρανεις.

 Τραγούδια του τρύγου
Τώρα που βεντεμίσαμε,
Θα φάμε και θα πιούμε
Και του καλού αφεντικού
Τραγούδια θα του πούμε
Μαντηλαριά κι ασύρτικο
Κι ένα κλαδί αθήτι,
Θα κλέψω την αγάπη μου
Από το παραθύρι.
Μαντηλαριά κι ασύρτικο,
Βάφτρα και αηδόνι,
Μου πήραν την αγάπη μου
Από τον Αη-Γιάννη.
Βέντεμα ήρθε, βρε παιδιά,
 για πάρτε το χαμπάρι!
Οι κάναβες ανοίξανε
Όλες στο μαγκανάρι.
Αμα  ξεβεντεμίσουμε
Και πάρουν τα κοφίνια,
Θα πάρω την αγάπη μου
Να πάμε στην Αθήνα

Τα τραγούδια των χωριών
Στ’ Ακρωτηριού τον ποταμό,
Π’ ανθιζ’ η ματζουράνα,
Σ’ αγαπώ με την καρδιά,
Γιατί  δεν έχεις μάνα.
Στο Βόθωνα θα αγαπώ,
Στη Μεσαριά θα ζάρω
Και κει στη μέση των Φηρών
Θα πέσω να πεθάνω.
Στον Πύργο ειν’ οι όμορφες,
Στον Καρτεράδο οι αφράτες,
Στο Βόθωνα και Μεσαριά
Ξανθές και μαυρομάτες.
Ωραίο Ημεροβίγλι μου,
Τα δέντρα σου ανθίζουν,
Όμως και τα κορίτσια σου
Πολλά λεφτά αξίζουν.
Στις γραφικές ακρογιαλιές,
Περίσσα και Καμάρι,
Με την ολόμαυρη αμμουδιά
Περίσσια έχουν χάρη.
Στα δεκατρία σου χωριά,
Βασιλοπούλα μάνα,
Ζουν η αγάπη, η αρετή,
Κι η καλοσύνη αντάμα.


πηγή:pathfinder και Καλλ-ιστορώντας