Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Koκκινέλι Σαντορίνης - Οικογένεια Κορωναίου

Γράφει η ΣΟΦΙΑ ΔΙΓΕΝΗ-ΚΟΛΙΟΤΑΣΗ

Η Αττική και τα Μεσόγεια γενικότερα είχαν από πολύ παλιά παράδοση στο κρασί. Γενιές ολόκληρες έζησαν με την παραγωγή και την εκμετάλλευση του οίνου. Υπήρχαν μονάδες μέσα στην Αθήνα που προμήθευαν ταβέρνες και καπηλειά, σπίτια και γείτονες.

Τα χρόνια πέρασαν, η Αθήνα αστικοποιήθηκε, οι μικρές μονάδες παραγωγής κρασιού έφυγαν προς τα Μεσόγεια ή αλλού. Κι όμως, μια οικογενειακή μονάδα, η οποία ξεκίνησε την πορεία της εδώ και τουλάχιστον εβδομήντα χρόνια, αντιστέκεται ακόμα σε πείσμα των καιρών και διατηρεί ένα μικρό οινοποιείο, που θαρρείς πως στάζει ιστορία σε κάθε σου βήμα.
«Μούστος, ρετσίνα Μεσογείων, βυσσάντο και κοκκινέλι Σαντορίνης, βαρέλια δρύινα-καστανιάς» αναγράφεται στην πινακίδα της επιχείρησης. Βρίσκεται απέναντι από το παλιό ανακαινισμένο πια καπνεργοστάσιο στην οδό Λένορμαν 183 και Κρέοντος και διαθέτει ακόμα στο μερακλίδικο κοινό της Αθήνας το «νάμα» της παρέας.
Χτίστηκε εκεί γύρω στη δεκαετία του ’40 και ήταν το σπίτι της οικογένειας Κορωναίου. «Η περιοχή κάποτε είχε απέραντα μποστάνια. Μέχρι τη δεκαετία του ’80, ήταν άλλος τόπος, με φαρδιά κτήματα, σπίτια με αυλές, μεγάλα, μικρά, με χρώματα και διακοσμητικά στους τοίχους και στα μπαλκόνια. Μια άλλη Αθήνα. Το οινοποιείο άνοιξε πρώτα στην οδό Χίου, λίγο πιο κάτω. Ο πατέρας μας, ο αείμνηστος κυρ-Πέτρος, ήταν από τους πρώτους βαρελάδες. Επάγγελμα που έχει χαθεί στον χρόνο, όπως άλλωστε και το δικό μας σε λίγο. Η καταγωγή μας είναι από τη Σαντορίνη και εκεί πρωτομάθαμε τα μυστικά του κρασιού. Το δικό μας αμπέλι τροφοδοτεί ακόμα και σήμερα το οινοποιείο μας. Ο Μιχάλης, ο αδελφός μου, κι εγώ μεγαλώσαμε εδώ, σε αυτό το κομμάτι γης, ανάμεσα σε κρασιά και σταφύλια, σε μυρωδιές και βαρέλια» λέει η Νατάσα Κορωναίου αναπολώντας τα παλιά.

Το παλιό με το καινούργιο

Καθώς μπαίνεις στην αυλή του οινοποιείου, συναντάς εδώ κι εκεί μεγάλες, ανοξείδωτες δεξαμενές, ξύλινα βαρέλια σε διάφορες διαστάσεις και εργαλεία για την παρασκευή του κρασιού. Το παλιό οινοποιείο Κορωναίου ξεχωρίζει ανάμεσα στις καινούργιες, χρωματιστές πολυκατοικίες, που δεσπόζουν γύρω του. Ενα κομμάτι της ιστορίας των Αθηνών που περνά σαν αέρας από τους τοίχους και τις πόρτες, που αφήνουν το φως να μπαίνει κλεφτά στον χώρο.

Οι τοίχοι του, χτισμένοι από πέτρα. «Ογδόντα εκατοστά είναι το πάχος του κάθε ντουβαριού» μου λέει ο κ. Μιχάλης, «για να κρατάει δροσερό τον χώρο». Βλέπετε, τότε δεν υπήρχαν κλιματιστικά. Ολα διατηρούνται εδώ από παλιά σε αυτήν τη βιοτεχνική γωνιά, δίπλα στη Λένορμαν. Πολλά είναι τα αντικείμενα που έχουν χαρίσει στο Μουσείο Οίνου.

Οπως πληροφορηθήκαμε, τον χώρο αυτόν διάλεξαν για να γυριστούν εδώ δύο σκηνές από τη νέα ταινία «Μαχαιροβγάλτης» του Γιάννη Οικονομίδη, που βγήκε στις αίθουσες πριν από λίγο καιρό.

Η μυρωδιά του κρασιού και του οινοπνεύματος στον αέρα διεγείρει τις αισθήσεις και θυμίζει πολλά. Εκείνα τα υπέροχα κυριακάτικα γεύματα που μας εύρισκαν στο σπίτι να απολαμβάνουμε ο ένας τη συντροφιά του άλλου και να χαιρόμαστε με τις μικρές γουλιές στην υγειά μας. Ευφορία, χορός, μικρά καπηλειά και κουτούκια και ατελείωτα βράδια ξέφρενου γλεντιού. Στιγμές που όλοι λίγο πολύ έχουμε ζήσει.


Γεύσεις και αρώματα από τον τόπο μας

Αγιωργίτικο από τη Νεμέα με ιδιαίτερο άρωμα, όμορφο, ανοιχτό ρουμπινί χρώμα, δυνατή γεύση. Ρετσίνα Μεσογείων, «μπορεί να μην το πιστεύουν όσοι θα το διαβάσουν, γιατί ξέρουν τι έχει γίνει στα Μεσόγεια μετά το αεροδρόμιο» λέει ο κ. Μιχάλης, όμως εδώ θα τη βρείτε όπως παλιά, με ένα διακριτικό άρωμα και υφή βελούδινη στο στόμα, ευχάριστη, γλυκόπιοτη. Κοκκινέλι από τη Σαντορίνη, μεστό κρασί για τα φαγητά της ελληνικής κουζίνας, το καθημερινό τραπέζι. «Το σταφύλι έχει κόπο, θέλει φροντίδα, γνώση, αγάπη και κούραση» μας λέει ο κ. Μιχάλης. «Πριν από περίπου δεκαοκτώ χρόνια, βάλαμε σε ένα βαρέλι τα πιο διαλεχτά σταφύλια, διαλεγμένα σχεδόν με το χέρι και αγάπη. Μία από τις καλύτερες σοδειές λοιπόν έβγαλε έπειτα από χρόνια ένα βυσσάντο, αυτό το χαρακτηριστικό, γλυκό κρασί της Σαντορίνης που ξεσηκώνει ουρανίσκους».

Ακρατος οίνος

Πίνεται νερωμένο (άκρατος οίνος) ,όπως στα γεύματα των αρχαίων Ελλήνων, όπου έρεε άφθονο.
Οι αρχαίοι Ελληνες έβαζαν συχνά μέσα στα κρασιά τους και διάφορα αρώματα, όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο, δεντρολίβανο, μυρτιά, ακόμη και μέλι, αλλά ποτέ ρετσίνι. Ενα τόσο ευωδιαστό κρασί έπαιρνε και το χαρακτηριστικό του όνομα, το έλεγαν τρίμα.
Τα παλιά κρασιά είναι και τα καλύτερα. Οσο πιο παλιό είναι ένα κρασί τόσο πιο χωνευτικό και πιο ελαφρύ είναι.
Να προσέχετε το άρωμα και τη γεύση, που πρέπει να μην καίει στον λαιμό.
Η σωστή θερμοκρασία, όταν πρόκειται να καταναλωθεί στο τραπέζι, είναι από 8ο C έως 20ο C. Δεν είναι απαραίτητο να σερβίρετε από το ψυγείο, γιατί στις χαμηλές θερμοκρασίες χάνονται τα αρωματικά συστατικά του κρασιού.

Μην ανοίγετε το κρασί ώρες πριν από το γεύμα.

πηγή:kykladesnews.