Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Σειρήνες (γεύσης) στο Αιγαίο



Ξεθωριασμένα καπέλα που χρωματίστηκαν, κρεμάστηκαν σε εγκαταλειμμένους τοίχους και μαζί με παλιές ανασκευασμένες καρέκλες έδωσαν ζωή σε έναν κολπίσκο στη μέση του πουθενά, προετοιμάζοντάς τον να δεχτεί πεινασμένους και διψασμένους ταξιδιώτες.

Γράφει ο Δειπνητής

Μερικά μίλια μακριά προς την Ανατολή, ένα παλιό ντουλάπι έδωσε το όνομα του σε μια επιχείρηση, βάζοντας ετικέτες σε βαζάκια γεμάτα αγνή νοστιμιά. Κοινά των δύο -άσχετων κατά τα άλλα- τοποθεσιών, η θάλασσα που τις ενώνει, και μια λέξη που δεν μεταφράζεται επακριβώς σε καμιά γλώσσα: το μεράκι. Πρόκειται για δύο οικογενειακές επιχειρήσεις, ένα εστιατόριο στην Κύθνο και μια οικοτεχνία παρασκευής και τυποποίησης προϊόντων στην Τήνο, την «Αριας» και το «απ' το ντουλάπι της γιαγιάς», που ξεχειλίζουν από πραγματική έγνοια και αυθεντικό μεράκι.

Μπαίνοντας με ένα μικρό βαρκάκι στον κόλπο της Αγίας Ειρήνης στην Κύθνο, ή ακολουθώντας οδικώς τη διαδρομή από τα Λουτρά, αντικρίζει κανείς έκπληκτος μια διαφορετική παρέμβαση. Ανάμεσα στα δέκα σπίτια της περιοχής και το ομώνυμο εκκλησάκι, προβάλλουν αντικείμενα και χρώματα απολύτως ενταγμένα στη φύση, που δίνουν συνάμα έναν τόνο παραμυθένιο. Ξύλα που ξέβρασε ο δυνατός μαΐστρος στήθηκαν δίπλα στις παλιές φερφορζέ, ένα παλιό στρατιωτικό κασόνι από οβίδες έγινε τραπέζι, οι πλάτες από τις παλιές καρέκλες της τραπεζαρίας έγιναν «πίνακες» στους τοίχους.

Πάνω στα τραπέζια, που κι αυτά είναι ζωγραφισμένα στο χέρι, πιάτα γεμάτα θάλασσα. Ντομάτες ξεφλουδισμένες κομμένες σε ροδέλες, πασπαλισμένες με χοντρό αλάτι σμίγουν με θαλασσινά χόρτα τουρσί. Φρέσκα φαγκρόπουλα, γόνος καλαμάρι, φρεσκοκομμένες τηγανητές πατάτες, ζωντανοί αστακοί, ψαρόσουπες, αχινοσαλάτα από τους χιλιάδες αχινούς που βρίσκονται στον βυθό της Αγίας Ειρήνης. «Ολα έγιναν τυχαία. Η καλλιτεχνική φλέβα της γυναίκας μου μετέτρεψε όλο το μέρος και το μαγαζί μας σε κάτι διαφορετικό», λέει ο ιδιοκτήτης Κώστας Βλαστάρης, γνωστός στην περιοχή και τους φίλους του με το παρατσούκλι «Σούμα».

Και όντως, η αλλαγή ήταν πολύ μεγάλη,
αφού πρόκειται για μια ταβέρνα του 1955 που είχε ανοίξει ο πατέρας του και η οποία έκλεισε το '64, μετά το θάνατό του. Από τότε και μέχρι το 2002 που ο Κώστας Βλαστάρης αποφάσισε να της ξαναδώσει ζωή, παρέμενε κλειστή ανάμεσα στα λιγοστά σπίτια της Αγίας Ειρήνης. «Είχα μια επιχείρηση με κατεψυγμένα ψάρια και θαλασσινά στην Αθήνα. Πριν από 17 χρόνια αποφάσισα να γυρίσω πίσω στον τόπο μου φτιάχνοντας τότε μια άλλη εταιρεία με αντικείμενο τον καφέ». Κάτι όμως τον έτρωγε μέσα του. Κι έτσι η παλιά ταβέρνα έγινε καινούργια...

Οσο για τη γυναίκα του την Ελένη, που οι πινελιές της άλλαξαν όλη την περιοχή, μαγειρεύει και ζωγραφίζει ορμώμενη από τις εμπειρίες στην ανά τον κόσμο και βάσει του τι αρέσει στα παιδιά της. Πολυταξιδεμένη, πολίτις του κόσμου, βάζει στη φωτιά τις μνήμες και τις μυρωδιές απ' όλα όσα κατά καιρούς έχει βιώσει. Γι' αυτό και οι συνταγές δεν είναι ποτέ ίδιες. «Αυτοσχεδιάζω γιατί πλήττω στις πεπατημένες και τους κανόνες. Απλά τυχαίνει αυτό που αρέσει σε μένα να αρέσει και στους άλλους. Μη μου ζητήσεις συνταγές, δεν τις έχω πουθενά παρά μόνο στο μυαλό μου και στη διάθεσή μου εκείνη τη στιγμή», λέει και εξαφανίζεται σαν αερικό προς το μποστάνι της. «Πάω να δω τα ατζούδια και τις ντομάτες μου», μουρμουρίζει.

Τρεις γενιές στο «Αριας» της Κύθνου, που πήρε το όνομά του από την κόρη του ζευγαριού, βοηθούν για να νιώσει ο ουρανίσκος μας στιγμές πραγματικής απόλαυσης. Η Ελένη με τις πινελιές της στην κουζίνα και σ' όλη την Αγία Ειρήνη, η κόρη της ως... sous chef και η γιαγιά με την πολύχρωμη ποδιά να προσθέτει τα δικά της αρώματα στις εξαίσιες ελληνικές γεύσεις.

Τρεις γενιές και στην Οικοτεχνία Δελατόλα στη θέση Σμουρδιά πάνω από το Χτικάδο της Τήνου. Ολα ξεκίνησαν το 1994 όταν η Ζωζεφίνα Δελατόλα άρχισε να διαθέτει στην ντόπια αγορά χειροποίητα ζυμαρικά με πρώτο το τηνιακό χυλοπιτάκι. Λίγα χρόνια μετά, η κόρη της Λουίζα Αρμακόλα αποφάσισε να ανοίξει τη δική της επιχείρηση στην Αθήνα, όπου και πήρε μαζί της ένα παλιό ντουλάπι της γιαγιάς της. Η επιχείρηση ονομάστηκε «απ' το ντουλάπι της γιαγιάς» και επέστρεψε πάραυτα στα πατρογονικά εδάφη, αφού η αγάπη για την Τήνο και η επιθυμία στήριξής της υπερίσχυσε.

Καππαρόφυλλα Τήνου, αγκιναράκια τουρσί και πάστα αγκινάρας, κρίταμο, σιτάρι με λιαστή ντομάτα και φακές με λιαστή ντομάτα, μπήκαν σε βαζάκια και ντύθηκαν με ετικέτες που πάνω τους φέρουν μία και μοναδική ζωγραφιά: εκείνο το παλιό ντουλάπι που έδωσε το όνομά του στην οικοτεχνία. Γλυκά του κουταλιού και μαρμελάδες προστέθηκαν στα... καλούδια με το μούρο, το σταφύλι, το λεμόνι και το βύσσινο για να ζαλίζουν τους απανταχού λιχούδηδες.

«Τα ζυμαρικά μας στεγνώνουν στο φυσικό αέρα της Τήνου για τέσσερις ημέρες και μόνο όταν έχει βοριά. Τα γλυκά του κουταλιού παρασκευάζονται ανά τέσσερα κιλά, όπως έκαναν όλες οι παλιές οικογένειες, και όχι σε μεγαλύτερη ποσότητα, για να μη χαθεί η γεύση», λέει η Λουίζα Αρμακόλα η... νεότερη. Διότι και η γιαγιά της, με την οποία μοιράζονται το ίδιο όνομα και επίθετο, ασχολείται με την οικοτεχνία. «Το εργαστήρι ήταν όνειρο της μητέρας μου που ήθελε ένα σπίτι με κήπο που να παράγει νοστιμιές ώστε να μπορεί να αγκαλιάζει τους επισκέπτες. Σήμερα στην Οικοτεχνία Δελατόλα γίνονται και γευσιγνωστικές δοκιμές απ' όποιον το επιθυμεί. Ξεκινάμε με τα ορεκτικά από τα βαζάκια, προχωράμε στα κυρίως πιάτα όπου δεσπόζουν τα ζυμαρικά μας και κλείνουμε με τα γλυκά του κουταλιού».

Μεταξύ άλλων, η Ζωζεφίνα Δελατόλα,
γεμάτη από αγάπη και μεράκι για τη δουλειά της, αποφάσισε να γυρίσει πόρτα πόρτα το νησί και να βρει συνταγές που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μικρό βιβλιαράκι που εξέδωσε μόνη της με τίτλο «Τηνιακή Παραδοσιακή Κουζίνα» και στο οποίο συνέβαλαν δεκάδες ντόπιοι. «Τα χέρια κάθε γυναίκας της Τήνου, παίρνοντας τις γεύσεις του τόπου μας, δημιούργησαν μέσα στη χύτρα τη γνωστή τηνιακή παράδοση στην κουζίνα, την ωραιότερη κληρονομιά μας που τη γευόμαστε παντού. Ποιος δεν ξέρει τη φρουτάλια, τη νιτράδα, τους μαραθοκεφτέδες, τις γεμιστές ντομάτες με τυρί και το φημισμένο πιλάφι με τα συκωτάκια», διαβάζουμε στον πρόλογο. «Ολες οι γυναίκες, η κάθε μια ξεχωριστά στην κουζίνα της βάζοντας το μεράκι και την τέχνη της, έφτιαχναν με όσα αγνά υλικά είχε ο τόπος, τυλιγμένα όλα στον αέρα του θυμαριού, τα υπέροχα γλυκά που σήμερα γευόμαστε. Το ωραίο παστέλι πάνω στα μυρωδάτα λεμονόφυλλα -απλό γλυκό κέρασμα, που σε φιλεύουν οι γυναίκες σε κάθε χωριό. Τα ξεροτήγανα, τα ψαράκια, τις μαρέγκες και τις τυρόπιτες του Πάσχα».

Σε κάθε γωνιά του Αιγαίου, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, υπάρχει σίγουρα κάποιος που κερνάει... μεράκι. Η χαρά της ανακάλυψης όμως δεν είναι τίποτα μπροστά στην ικανοποίηση του να τη μοιραζόμαστε. Εκεί που σκάει το κύμα, εκεί που η αλμύρα θα μας υποδέχεται για καιρό ακόμη στο μακρύ ελληνικό καλοκαίρι...