Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Ορθοδοξία, Καθολικισμός και Πόλεμος

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*


Ο Ιησούς Χριστός έμεινε γνωστός μεταξύ άλλων για την ηπιότητα και πραότητα του.  Δίδασκε τους μαθητές του να απέχουν από τη βία, να μην εκδικούνται, να συγχωρούν, να μην ανταποδίδουν το κακό.  Είναι τα έργα της ειρήνης και της συμφιλίωσης που αρέσουν στο Θεό, και οι χριστιανοί οφείλουν να εργάζονται, τόσο στην προσωπική όσο και στη δημόσια ζωή, για την ομόνοια, την καλοσύνη και την ευσπλαχνία.  Όταν στη Γεσθημανή ο Πέτρος τραυμάτισε με το μαχαίρι του τον Μάλχο, έναν από το εβραϊκό πλήθος που είχε έρθει να συλλάβει το Χριστό, ο τελευταίος τον θεράπευσε και έλεγξε το μαθητή του «μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν λάβης» (η φράση «όποιος σκοτώνει με ξίφος θα πεθάνει με ξίφος» επαναλαμβάνεται συχνά στην Παλαιά Διαθήκη).  Ο Χριστός δεν αντιστέκεται στους διώκτες του, παραδίδεται αθόρυβα και ταπεινά σαν τον αμνό στο θυσιαστήριο.  Πιστοί στο πνεύμα αυτό, οι μάρτυρες της Ρωμαϊκής περιόδου ομολογούσαν την πίστη άφοβα και ύστερα υπέμεναν στωικά και ατάραχα όλα τα μαρτύρια που τους υπέβαλαν, χωρίς να αμυνθούν σωματικά ή να τραπούν σε φυγή.  Η βία και ο πόλεμος αποτελούν έργο του διαβόλου, και τα έργα του, η οργή, το μίσος, ο φόνος και η καταστροφή, ανοσιούργημα απέναντι στην ειρήνη του Θεού και των πλασμάτων του.
Αυτό δε σημαίνει πως η χριστιανική διδασκαλία δε εμπεριέχει καθόλου το στοιχείο της πάλης και της βίας.  Στη χριστιανική κοσμολογία, πριν καν τη δημιουργία του υλικού σύμπαντος ο Αρχάγγελος Μιχαήλ με τους αγγέλους του κατέστειλε την ανταρσία του Δράκοντος Σαμαέλ και τον κατακρήμνισε στην άβυσσο.  Οι άγγελοι συχνά περιγράφονται ως ουράνια στρατεύματα και η πάταξη των δαιμόνων εντάσσεται στα καθήκοντα διακονίας τους προς το Θεό.  Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός οδηγεί τον λαό του Ισραήλ μέσω των Προφητών, των Κριτών και των Βασιλέων στη μάχη.  Υποδεικνύει το δίκαιο και ευλογητό του αγώνα τους, οικονομεί για τη νίκη τους και ίσταται στο πλευρό τους ενώ πολεμούν τους ειδωλολάτρες Χαναναίους και Φιλισταίους:  η πολεμική κραυγή των Ισραηλιτών είναι το «Ιμμάνου Ελ», μεθ’ ημών ο Θεός.  Όταν ο Ισραήλ θα παραστρατήσει στην αμαρτία, τη λατρεία των ειδώλων και την ασπλαχνία, ο Θεός θα τον τιμωρήσει με εισβολές και κατοχές αλλοφύλων, ως μέσα παιδαγωγίας για την ταπείνωση και τη μετάνοια του εκπεσόντος λαού του.
Η γενική κατανόηση είναι πως ο Θεός επιθυμεί την ειρήνη, όμως στο φθαρτό υλικό κόσμο που νέμεται ο διάβολος και η αμαρτία, η βία και ο πόλεμος είναι τόσο αναπόφευκτες όσο ο θάνατος.  Όταν η θεία δε οικονομία το κρίνει σκόπιμο, ο διάβολος αφήνεται ελεύθερος να κινήσει πόλεμο ενάντια στο Σώμα Κυρίου.  Η Εκκλησία λοιπόν, ο λαός της και οι χριστιανικές πολιτείες αντιμετωπίζουν τις έμπρακτες επιθέσεις του διαβόλου έχοντας μία σχεδόν αντιφατική παράδοση στην οποία να στηριχθούν.  Η ακακία και η μη ανταπάντηση στην αδικία είναι αρετές.  Αλλά εάν οι χριστιανοί δεν αντισταθούν στο κακό, τότε εκείνο θα τους εξαλείψει και μάλιστα γρήγορα.  Από την άλλη, εάν ο χριστιανός οφείλει να αγαπά τον πλησίον του, πως είναι δυνατόν να μην εμποδίζει αυτούς που θέλουν να τον βλάψουν;  Η αδράνεια εμπρός στην κακία μπορεί άλλωστε να εκληφθεί ως συνενοχή και αδιαφορία του για τη διατήρηση της ειρήνης και την εμπέδωση της δικαιοσύνης.  Και τι συμβαίνει όταν απειλείται η ίδια η οικογένεια του, ο τόπος και η πατρίδα του, ή και η Εκκλησία, οι ναοί της και το έργο της;  Πέραν του πολέμου, εσωτερικά οι χριστιανικές κοινωνίες δεν πρέπει να έχουν φυλακές και δικαστήρια που θα επιβάλουν τη δικαιοσύνη με βία και καταναγκασμό;
Με την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ο χριστιανικός κόσμος κατακλύστηκε από ορδές βαρβάρων.  Οι επόμενοι αιώνες χαρακτηρίστηκαν από διαρκή αστάθεια, πολέμους, θάνατο και οργιώδη βία στα εδάφη που κάποτε επικρατούσε η Pax Romana.  Εκχριστιανισμένοι αυτοκράτορες και βασιλείς με ευθύνη για τη διαφύλαξη των υπηκόων τους αλλά και της Εκκλησίας τους βρέθηκαν σε ανάγκη να παραβούν το «ου φονεύσεις».  Οι χριστιανοί θεολόγοι λοιπόν ανέλαβαν να χρησιμοποιήσουν τη γνώση της Γραφής και τη φιλοσοφία για να ξεκαθαρίσουν τη στάση της Εκκλησίας προς το φόνο, τη βία και τον πόλεμο.

Δύση:  bellum iustum και bellum sacrum
Στο μεταίχμιο Αρχαιότητος και Μεσαίωνος, ο Άγιος Αυγουστίνος (επίσκοπος Ιππώνος) υπήρξε από τους σημαντικοτέρους θεολόγους και φιλοσόφους της Δύσης.  Το πολυσχιδές έργο του υπήρξε η βάση μεγάλου τμήματος της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας (και από τα πρώτα σπέρματα διαφοράς με την Ανατολή), μεταξύ άλλων όσον αφορά τη σχέση εκκλησιαστικού σώματος και κοσμικών αρχών.  Η Πολιτεία των Ανθρώπων και οι εξουσίες της είναι αναγκαιότητες λόγω της ανθρώπινης πτώσης και της αμαρτωλής φύσης του κόσμου.  Μέσα στα αναγκαία κακά που παρέχει η κοσμική εξουσία είναι και οι στρατιωτικές αρμοδιότητες, εν ολίγοις ο πόλεμος.  Ο Αυγουστίνος επισημαίνει πως η μετοχή στην αυτοάμυνα της πολιτείας και το δίκαιο πόλεμο δεν παραβιάζει τη θεία απαγόρευση του φόνου.  Αντιθέτως, αμαρτωλή είναι η απάθεια ενώπιον της επιθετικής αδικίας, όταν το μόνο μέσον για να σταματήσει είναι η βία.  Ακόμη και όταν η πολιτεία διεξάγει άδικο πόλεμο, ο χριστιανός στρατιώτης δεν διαπράττει αμαρτία φονεύοντας κατά τη διάρκεια του, διότι δεσμεύεται από τη βιβλική εντολή υπακοής στις αρχές.  Όταν η Πολιτεία των Ανθρώπων ακολουθεί το Χριστιανισμό, υπερασπίζεται την Εκκλησία και πραγματώνει τη δικαιοσύνη, τότε μετέχει της Πολιτεία του Θεού, δηλαδή της θεοΐδρυτης τάξης πραγμάτων που συνιστά η Εκκλησία (με την υπερβατική και όχι με την οργανωτική απαραίτητα έννοια) και οι γνησίως πιστοί της.  Αυτή η μέθεξη, στην οποία η θεωρία του πολέμου είχε κομβικό ρόλο, γέννησε τον «πολιτικό αυγουστινισμό», που αποτέλεσε το άτυπο εξουσιαστικό αφήγημα και νομιμοποιητική βάσης της απολύτου «ελέω Θεού» μοναρχίας του Μεσαίωνα, αλλά και της υπαγωγής της στην ανώτατη όλων παπική εξουσία.  Αυτό το «κατέβασμα» της Νέας Ιερουσαλήμ, της Βασιλείας του Θεού από τους ουρανούς στη Γη έδωσε τη βάση για τις μετέπειτα καταχρήσεις της αυγουστίνειας θεωρίας, υπήρξε όμως η πολιτική βάση για την κοινή συνείδηση και την πολιτική συνοχή της χριστιανικής Ευρώπης.
Τους επόμενους αιώνες η Εκκλησία της Ρώμης εξελίχθηκε σε προϊστάμενο, διαιτητή και διαμεσολαβητή της κοινότητος των χριστιανών βασιλέων.  Σε έναν κόσμο διαρκών πολέμων οι Πάπες προσπαθούσαν να περιορίσουν τις ενδοχριστιανικές συγκρούσεις, να συντονίσουν την άμυνα κατά απίστων και βαρβάρων (Βίκινγκς, Μαγυάροι, Άραβες) και να καταστείλουν τις αιρέσεις.  Ακόμη, ο πάπας αναβαθμίστηκε σε κοσμικό ηγεμόνα της κεντρικής Ιταλίας με δικό του στρατό.  Η θεωρία του δικαίου πολέμου του Αυγουστίνου αναπτύχθηκε σχολαστικά από τους Λατίνους θεολόγους, θέτοντας τις βάσεις του συγχρόνου διεθνούς δικαίου.  Ο έτερος θεμελιωτής της δυτικής θεολογίας και φιλοσοφίας, Θωμάς Ακινάτης, έθεσε ορισμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο πόλεμος θεωρείται δίκαιος.  Πρέπει να τον διεξάγει κάποια επίσημη αρχή (κράτος) που να γίνεται για λόγους προστασίας του αγαθού ή αποκατάστασης αδικίας (ανάκτηση εδάφους, τιμωρία εγκλήματος κ.α.) και όχι για λόγους ιδιοτελούς επέκτασης και ισχυροποίησης.  Ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου οι μαχόμενοι δε πρέπει να εκτρέπονται από τον αρχικό στόχο και πάντοτε πρέπει να επιδιώκεται η λυσιτελής λήξη του πολέμου και η ειρήνη.
Στα τέλη του 11ου αιώνος η Παποσύνη εξαπολύει τις Σταυροφορίες προς τη Μέση Ανατολή.  Ανταπαντώντας στην ισλαμική τζιχάντ ο πάπας Ουρβανός Β’ δίνει στις εκστρατείες αυτές χαρακτήρα ιερού πολέμου.  Οι εκστρατείες, δηλώνει, γίνονται για να απελευθερωθεί η Ιερουσαλήμ και οι Χριστιανοί των Αγίων Τόπων από την τυραννία των μουσουλμάνων κατακτητών, να βοηθηθεί η Βυζαντινή αυτοκρατορία στον αγώνα της κατά των Σελτζούκων Τούρκων και να τιμωρηθεί ο ισλαμικός κόσμος για τη μακραίωνη επιθετικότητα του προς τη Χριστιανοσύνη, στα πλαίσια της οποίας είχε υποτάξει πάνω από τα μισά εδάφη της.  Οι αφορμές αυτές πληρούν απολύτως τα κριτήρια του δικαίου πολέμου.  Όμως μία σειρά από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάνουν τις Σταυροφορίες ξεχωριστές.  Αποτελούν ένοπλα προσκυνήματα, η μετοχή στα οποία αποτελεί επιτίμιο για τη συγχώρεση των αμαρτιών.  Ο θάνατος στον πόλεμο αυτό ισοδυναμεί με μαρτύριο.  Η Σταυροφορία δεν είναι απλά ένας δίκαιος πόλεμος, είναι πόλεμος θείας έμπνευσης και θείου θελήματος.  Υπό την ιαχή «DeusVult» (το θέλει ο Θεός) οι Σταυροφόροι μάχονταν πιστεύοντας πως επαναλαμβάνουν τον πόλεμο του Μιχαήλ με τον Δράκοντα στους Ουρανούς.  Θα γίνουν πολλές σταυροφορίες, με στόχο μουσουλμάνους, παγανιστές, αιρετικούς και Ορθοδόξους.  Αναπτύσσονται τάγματα μοναχών-πολεμιστών, οι οποίοι επιτρέπεται να σκοτώνουν και να μην τηρούν τη νηστεία.
Η στρατιωτικοποίηση της Δυτικής Εκκλησίας είναι φυσική απόρροια της προγενέστερης πολιτικοποίησης της.  Από την πολιτική θεολογία γεννήθηκε η θεολογία του πολέμου.  Η βάση της πίστεως διαμόρφωσε τη θεολογία της αναγκαιότητας της βίας και με τη σειρά τους οι αναγκαιότητες της ζωής και της πολιτικής οδήγησαν στη σύνθεση νέων δογμάτων που τις κάλυπταν, τηρώντας παράλληλα (έστω και τυπικά, επιφανειακά και προσχηματικά) τις ευαγγελικές προσταγές της ειρήνης.  Οι Σταυροφορίες μέχρι και σήμερα αποτελούν το πλέον ακανθώδες κομμάτι της ιστορίας του δυτικού Χριστιανισμού, όχι μόνο για την αρχική τους σύλληψη και δικαιολόγηση αλλά και για τις ακραίες παρεκτροπές από το στόχο τους και τις βαρβαρότητες που ενίοτε τις συνόδευαν.  Διότι εάν ο ιερός πόλεμος θα μπορούσε ίσως να βρει δικαίωση στην παπική θεολογία, οι επανειλημμένες σφαγές και ληστείες των «πολεμιστών του Χριστού» ήταν ένα όνειδος που καμία θεολογική ακροβασία δεν θα μπορούσε να αποκαθάρει.  Πάντως, εις δικαίωσιν της Αγίας Έδρας, πολλές παρεκτροπές των Σταυροφόρων, όπως οι σφαγές των Εβραίων της Γερμανίας το 1095 ή άλωση της Ζάρας και της Κωνσταντινουπόλεως το 1202-1204, καταδικάστηκαν σφοδρά και επανειλημμένα.
Την ίδια περίπου περίοδος ξέσπασε η σφοδρή «Έριδα της Περιβολής», ο ανταγωνισμός δηλαδή μεταξύ πάπα και Γερμανού αυτοκράτορος για το ποιος έχει την αρμοδιότητα διορισμού (περιβολής με τα άμφια) επισκόπων.  Εκτός από αφορισμούς και μάχες, η σύγκρουση επεκτάθηκε και σε ιδεολογικό επίπεδο, ανοίγοντας ξανά το διάλογο για τη σχέση κράτους και Εκκλησίας.  Αντλώντας από το υπόβαθρο του Αυγουστίνου και την αντίθεση στις φιλοδοξίες του αυτοκράτορος να υποτάξει την Εκκλησία (καισαροπαπισμός), η Ρώμη θα αναπτύξει τη θεωρία των δύο ξιφών.  Σύμφωνα με αυτήν, και το κοσμικό ξίφος (πόλεμος κατά αιρετικών και απίστων) και το πνευματικό (ο αόρατος, εσωτερικός πόλεμος με το Διάβολο και τους πειρασμούς του) ανήκουν στην Εκκλησία, απλώς το πρώτο το χειρίζονται οι βασιλείς, εξ ονόματος της και με την έγκριση της.
Η χρήση του όρου ξίφους δηλώνει τόσο την κεντρικότητα του πολέμου στην πολιτική και τις ευθύνες της κοσμικής εξουσίας (η βασική εργασία ενός βασιλέως), όσο και την «στρατιωτικοποίηση» της θρησκευτικής γλώσσας.  Εκείνη την περίοδο ο «πόλεμος με το Διάβολο» είχε λάβει μία πολύ κυριολεκτική έννοια, καθώς αυτός ενσαρκωνόταν στο πρόσωπο των υπονομευτών και αρνητών της εκκλησιαστικής ισχύος.  Η έννοια της Στρατευμένης Εκκλησίας (ecclesia militans), δηλαδή του τμήματος του Σώματος Κυρίου  που «μάχεται» τον πειρασμό και την αμαρτία επί Γης (τα άλλα δύο είναι η Θριαμβεύουσα Εκκλησία στον Παράδεισο και η Υποφέρουσα Εκκλησία στο Καθαρτήριο), γίνεται κυριολεκτική, μίας Εκκλησίας που πατάσσει απτούς εχθρούς στο πεδίο της μάχης με τα όπλα του πολέμου.  Ο athleta Christi(αθλητής Χριστού, όρος που δίνεται συνήθως σε μάρτυρες αλλά και σε κάθε ενσυνείδητο πιστό) μετατρέπεται σε miles (στρατιώτης) και το ποίμνιο σε militia.
Προς το τέλος του Μεσαίωνα, με τις σταυροφορίες να αποτελούν μακρινό παρελθόν και τα βασίλεια να εκτοπίζουν την Εκκλησία από το επίκεντρο της διεθνούς πολιτικής, οι θεολόγοι της Ιερατικής Σχολής της Σαλαμάνκα ανέπτυξαν περεταίρω την ιδέα του δικαίου πολέμου.  Η αυτοάμυνα, η προληπτική επίθεση κατά επικινδύνου καθεστώτος και η εκστρατεία για κολασμό αδικίας παρατέθηκαν ως περιστάσεις όπου ο πόλεμος επιτρέπεται για τους χριστιανούς ηγεμόνες.  Πρέπει όμως πρώτα να έχει αποτύχει κάθε απόπειρα διαπραγματεύσεων, να υπάρχει λαϊκή συναίνεση (ο λαός δικαιούται να εξεγερθεί αν ο κυβερνήτης ξεκινήσει άδικο πόλεμο), να χρησιμοποιείται βία στο βαθμό που είναι απαραίτητο και να μην ασκείται κατά αμάχων, αιχμαλώτων κ.α.  Η δόξα, τα λάφυρα, το κρατικό συμφέρον, ακόμη και ο αναγκαστικός προσηλυτισμός απίστων δε δικαιολογούν πόλεμο.
Και βέβαια δεν θα μπορούσαμε να εκθέσουμε την πολιτική θεολογία του πολέμου χωρίς να αναφέρουμε την πολιτική θεολογία της ειρήνης.  Το 10ο αιώνα η Εκκλησία οργάνωσε ίσως το πρώτο «πασιφιστικό» κίνημα της ιστορίας, την Ειρήνη του Θεού (pax dei).  Καθώς οι πόλεμοι μεταξύ φεουδαρχών είχαν καταστεί αληθινή μάστιγα, ιδίως για τους χωρικούς που υφίσταντο τις συνέπειες τους, οι επίσκοποι επενέβαιναν δυναμικά για να πετύχουν αν όχι ειρήνη, τουλάχιστον κάποια παύση των εχθροπραξιών.  Το κάλεσμα του κλήρου συχνά οδηγούσε στο σχηματισμό τεραστίων λαϊκών συναθροίσεων ευρεία κοινωνική κινητοποίηση σπάνια για την εποχή, πειθαναγκάζοντας πολλούς άρχοντες να παραμερίσουν το ξίφος χάριν κλάδου ελαίας.

Η Ένοπλη Ορθοδοξία

Έχει ήδη αναφερθεί πως οι διαφορετικές πολιτικές περιστάσεις διεμόρφωσαν ριζικές διαφοροποιήσεις μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, κυρίως με τη δυνατότητα (πολυτέλεια θα την έλεγε κανείς) της πρώτης να μην εμπλέκεται σε πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα, αφού το κραταιό Βυζαντινό κράτος την προστάτευε και μεριμνούσε για όλα αυτά.  Ο πόλεμος ήταν καθαρά αρμοδιότητα του αυτοκράτορος και των δυνάμεων του.
Για το ζήτημα της αναγκαιότητος της βίας οι ανατολικοί θεολόγοι και Πατέρες είχαν αντιστοίχους προβληματισμούς με τους δυτικούς ομολόγους τους αλλά διαφορετικές απαντήσεις.  Ο πόλεμος ως σύννομο μέσο υπεράσπισης της αυτοκρατορίας και της ανάκτησης απολεσθέντων εδαφών ήταν θεμιτός (δεν είναι τυχαίο πως, πέραν των δύο αυτών περιπτώσεων, το Βυζάντιο δεν διεξήγε ποτέ γνησίως κατακτητικό πόλεμο όπως η αρχαία Ρώμη).  Από την άλλη το αυτοκρατορικό σύστημα βασιζόταν έντονα στη διπλωματία, χάριν οικονομίας δυνάμεων και αποφυγής ασκόπων εχθροπραξιών.  Η στάση αυτή δικαιολογήθηκε θεολογικά:  ο αυτοκράτορας ήταν ισαπόστολος του Χριστού και τοποτηρητής του στη Γη, συνεπώς είχε καθήκον την εδραίωση της ειρήνης και την αποτροπή του πολέμου-από τους πιο επιφανείς τίτλους του ήταν αυτός του ειρηνοποιού (pacificus).  Διαπραγματευόμενος με τους Σασσανίδες Πέρσες, ο απεσταλμένος του Ιουστινιανού Ιωάννης Πατρίκιος δηλώνει «Μολονότι έχουμε σίγουρη την νίκη, επιλέγουμε την ειρήνη, γιατί πιστεύουμε ότι οι νικητές ζουν κάκιστα και υποφέρουν από τα δάκρυα που χύνουν οι νικημένοι».  Ο πόλεμος ήταν καταφύγιο εσχάτου ανάγκης και καθήκον που οι χριστιανοί έπρεπε να αναλαμβάνουν «βαριά τη καρδία».  Όπως αναφέρει ο Runciman για τη βυζαντινή αντίληψη,«ο πόλεμος κατά των απίστων είναι οικτρός και εναντίον αδελφών χριστιανών διπλά ολέθριος».
Η ανατολική θεολογία ποτέ δεν ανέπτυξε θεωρία δικαίου ή ιερού πολέμου.  Παρ’ ότι η Εκκλησία ευλογούσε την «υπέρ πίστεως και πατρίδος» προσπάθεια, ενεθάρρυνε τους στρατιώτες και διαβεβαίωνε πως στον ιερό αγώνα της Νέας Ιερουσαλήμ (Κωνσταντινούπολη) και του Νέου Ισραήλ (Ρωμαίοι) ο Θεός στηρίζει τον λαό του (Nobiscum Deus), η ίδια η έννοια του πολέμου και του φόνου σε αυτόν παρέμενε ακανθώδης.
Δεν δημιουργήθηκε πλαίσιο δικαιολόγησης αλλά περισσότερο συγκατάβασης.  Κανένας πόλεμος δεν είναι δίκαιος, ορισμένοι απλά είναι αναγκαίες κακίες  Ο φονεύων στον πόλεμο ναι μεν αντιμετωπίζει κατανόηση, αλλά εξακολουθεί να διαπράττει αμάρτημα και η ψυχή του βρίσκεται σε κίνδυνο.  Ο Μέγας Βασίλειος φθάνει στο σημείο να συνιστά επιτίμιο τριετούς αποχής από τη Θεία Ευχαριστία για τους στρατιώτες που είχαν σκοτώσει εχθρούς.  Ο Θεός ευλογεί τους πιστούς που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να υπερασπίσουν την αυτοκρατορία και τους κατοίκους της, να διαφυλάξουν και να ανακτήσουν τα όσια και ιερά της Εκκλησίας (Άγιο Μανδήλιο της Εδέσσης, Τίμιος Σταυρός), η ίδια η Θεοτόκος εμφανίζεται φοβερή στις επάλξεις της Κωνσταντινουπόλεως για να συντρίψει τους Αβάρους και τους Βαράγγους, όμως αυτά γίνονται κατ’ οικονομίαν και υπέρβασιν του θείου νόμου, όχι ως απόρροια του. Όταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς ζήτησε από την Εκκλησία να ονομάζει μάρτυρες όσους έπεφταν στον πόλεμο κατά των Μουσουλμάνων, το αίτημα του απορρίφθηκε ασυζητητί.  Και βέβαια ένας κληρικός θεωρείτο αδιανόητο να βάψει τα χέρια του (τα ίδια χέρια που διακονούσαν τα Μυστήρια και προσέφεραν τη Θεία Ευχαριστία) με αίμα και να πιάσει το ξίφος.  Υπάρχουν περιπτώσεις στη βυζαντινή ιστορία που επίσκοποι πήραν τα όπλα και υπερασπίστηκαν με επιτυχία το ποίμνιο τους από εχθρική εισβολή, παρά ταύτα καθαιρέθηκαν.  Εύκολο είναι να φανταστεί κανείς τη φρίκη των ευσεβών Ρωμαίων, όταν μάθαιναν πως ο Πάπας ίδρυε μοναχικά τάγματα των οποίων τα μέλη όχι απλά δεν αφιερώνονταν στη νηστεία και την άσκηση, αλλά ίππευαν άλογα, κράδαιναν λόγχες και έμπαιναν στη μάχη σκοτώνοντας άλλους ανθρώπους.
Όταν εξέλιπε η προστατευτική ισχύς της αυτοκρατορίας παρουσιάστηκαν και οι «εκπτώσεις» από τη θεολογική αυστηρότητα της Ορθοδοξίας.  Στην τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στρατολογεί ιερείς και μοναχούς για να επανδρώσουν τα Θεοδοσιανά Τείχη.  Στην μεταβυζαντινή εποχή (οθωμανοκρατία) το θέαμα των ενόπλων ιερωμένων αγωνιστών θα γίνει όχι μόνο κοινό και ανεκτό, αλλά στοιχείο υπερηφανείας (γνωστότερα παραδείγματα τα «τιμημένα ράσα» του Σαλώνων Ησαΐα και του Παπαφλέσσα στην επανάσταση του 1821).  Αν παρατηρήσει κανείς δε την ορθόδοξη Ρωσία, εκεί φαίνεται καθαρά διαφορετική αντίληψη.  Παρουσιάζονται οι ίδιες αναγκαιότητες με τη Δύση:  τα ρωσικά πριγκιπάτα ήταν αδύναμα, διασπασμένα, αλληλοσπαρασσόμενα και υπό διαρκή κίνδυνο.  Απειλητικοί εχθροί όπως οι καθολικοί Τεύτονες και οι παγανιστές Μογγόλοι  βασάνιζαν και υπέτασσαν τους Ρώσους.  Σε αυτό το περιβάλλον αγώνα και κινδύνου η θεολογία του πολέμου αναποφεύκτως άλλαξε.  Νικηφόροι ηγέτες αγιοκατατάσσονται συστηματικά, σε αντίθεση με τη βυζαντινή παράδοση που ήταν πιο επιφυλακτική.  Στη μάχη του Κουλίκοβο (1380) κατά των Μογγόλων, οι πεσόντες κηρύσσονται άγιοι, με προεξάρχοντες δύο μοναχούς.  Στη νεώτερη εποχή η Ρωσία (από το Μέγα Πέτρο και ύστερα) θα επιβάλει έναν προτεσταντικής εμπνεύσεως καισαροπαπισμό στην Εκκλησία της, επισημοποιώντας την μετάβαση από την ιδεατή βυζαντινορθόδοξη συναλληλία στον καθαρά εργαλειακό χειρισμό του ιερού από το κοσμικό.

Ένας μικρός επίλογος
Εν τέλει, οι διαφορές ανατολικού και δυτικού παραδείγματος μπορεί να μοιάζουν επιφανειακές.  Αμφότερες οι Εκκλησίες ξεπέρασαν πολλές φορές το όριο της διερεύνησης της αναγκαιότητας αυτοάμυνας των Χριστιανών κατά των βαρβάρων.  Συχνά επιδόθηκαν σε θεολογικές και ηθικές ακροβασίες για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, να ευλογήσουν αχρείους βασιλείς, να εξωραΐσουν φρικτά εγκλήματα και να επωφεληθούν από αρπακτικούς πολέμους.  Και οι δύο θεωρίες πέρασαν μέσα από την αδυσώπητη υψικάμινο της αναγκαιότητας και του χάους των μεσαιωνικών διεθνών σχέσεων, με την ανατολική ίσως να ανθίσταται περισσότερο στον πειρασμό της κοσμικής φαλκίδευσης.  Ένα εύκολο και γρήγορο συμπέρασμα θα ήταν να τις ονομάσει συνηγόρους του διαβόλου εν ονόματι του Θεού.  Στην πραγματικότητα όμως, πέρα από τις καταχρήσεις και την χαμερπή ελαστικότητα που κατά καιρούς επιδείχθηκε, η ανάπτυξη της χριστιανικής θεωρίας του πολέμου ήταν ένα μεγάλου βήμα για την οριοθέτηση της διεθνούς και της κρατικής συμπεριφοράς, την θέσπιση κανόνων πολεμικής δεοντολογίας, την ρύθμισης της εξουσίας, την αναζήτηση του δικαίου, του αναγκαίου και των θυσιών που πρέπει να γίνουν χάριν της διαφυλάξεως των.  Αυτό το μείγμα θεολογικής αναζήτησης, φιλοσοφικής έρευνας και πολιτικής διαπλοκής ήταν εν τέλει ένα μεγάλο βήμα ανάπτυξης και εκπολιτισμού της Ευρώπης.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών mnovakopoulos.blogspot.gr
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
JacquesleGoff, Η Ευρώπη γεννήθηκε το Μεσαίωνα.
Χρήστος Γιανναράς, Η Ευρώπη γεννήθηκε από το «Σχίσμα».
Μαρία Μαγγιώρου, Σύγχρονα Ψέματα και Αρχαίες Αλήθειες.