Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Η Μαρίζα Κωχ έχει ζήσει μια πολύ πιο συναρπαστική ζωή από αυτήν που φαντάζεσαι!

Τραγουδίστρια. Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Μεγάλωσε στη Σαντορίνη. Μία περίοδο κυκλοφορούσε ξυπόλυτη στην Αθήνα
Ήρθα στη ζωή στο τέλος του πολέμου. Ο πατέρας μου ήταν Γερμανός και το «έρως ανίκατε μάχαν» ίσχυε και για τη μητέρα μου στην καταπληκτική ιστορία τους. Είχε έρθει από τη Σαντορίνη στην Αθήνα για να βγάλει φωτογραφίες, τις «εβδομαδιαίες», όπως τις έλεγαν τότε. Ήταν κακό για μια κοπέλα να κυκλοφορούν δεξιά κι αριστερά φωτογραφίες της, οπότε έπρεπε απαραιτήτως να περιμένει μέχρι να εμφανιστούν, να τυπωθούν και να τις πάρει – διαδικασία που κρατούσε μία εβδομάδα περίπου.

Ο φωτογράφος, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της –είχε κατάμαυρα, άφρο λουκ μαλλιά και καταγάλανα μάτια– την έκανε, χωρίς να τη ρωτήσει, μεγάλο κάδρο στη βιτρίνα του μαγαζιού του. Εκεί δίπλα είχε και το γραφείο του ο πατέρας μου, ο Βίλι Κωχ, αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού των Γερμανών.

 Περνάει μια μέρα, βλέπει τη φωτογραφία της μάνας μου, μπαίνει μέσα, αρχίζει να ρωτάει. «Πού την ξέρουμε αυτή;». Και μετά: «Παίρνω τις φωτογραφίες της κι όταν θα έρθει να της ζητήσει, θα με φωνάξεις εμένα να της τις δώσω». Έτσι έγινε. Τον βλέπει η μάνα μου, τρομάζει, κάνει μια κίνηση να του πάρει τις φωτογραφίες, γιατί θα έχανε και το πλοίο, αλλά αυτός της λέει με νοήματα «την άλλη βδομάδα εδώ πάλι». Πάει το πλοίο! Όντως την άλλη βδομάδα ο Βίλι περίμενε τη Μαργαρίτα καθισμένος στο παγκάκι της πλατείας Καρύτση. «Κάτσε» της λέει, «δεν κάθομαι», μέχρι που αυτός αρχίζει να της μιλάει αρχαία ελληνικά. Η μάνα μου πάλι, ως κόρη παπά, θυμόταν τη γλώσσα του Ευαγγελίου κι έτσι ξεκίνησαν διάλογο. Πάνω σ' εκείνο τον διάλογο τα μάτια τους συναντήθηκαν και τότε η μάνα μου παρακαλούσε μέσα της να μην της δώσει τις φωτογραφίες ώστε να ξαναβρεθούν την επόμενη εβδομάδα. Ακολούθησαν κι άλλες εβδομάδες για να καταλάβουν ότι ήθελαν να ζήσουν μαζί. Στα τρία χρόνια που έμειναν μαζί γεννηθήκαμε η αδερφή μου κι εγώ.




Τελευταίο μήνυμα που πήρε η μάνα μου από τον πατέρα μου ήταν από τα κρατητήρια του Πειραματικού Γυμνασίου στο Κολωνάκι, όπου οι Ες-Ες φυλάκιζαν όσους Γερμανούς στρατιώτες είχαν κάνει οικογένεια με Ελληνίδες. Κατά την οπισθοχώρηση, όταν οι Γερμανοί άδειαζαν το κτίριο κι εγκατέλειπαν την Αθήνα, νέοι επονίτες είχαν ανέβει στο καμπαναριό του Αγίου Διονύση του Αρεοπαγίτη και πυροβολούσαν. Μεταξύ τους και ο Νίκος Κούνδουρος, ο οποίος, πολλά χρόνια μετά, στη συναυλία της Μεταπολίτευσης, μου αφηγήθηκε πως στα κρατητήρια βρήκαν τα πτώματα πολλών Γερμανών αξιωματικών που οι δικοί τους άφησαν πίσω, αποχωρώντας ηττημένοι. Πάω πάλι πίσω και θυμάμαι τον Αντενάουερ που είχε έρθει στη Σαντορίνη με αφορμή τις γερμανικές ανασκαφές στην αρχαία Θήρα. Έντυσαν με τα καλά μας εμένα και την αδερφή μου, μας έδωσαν κι από μια τεράστια ανθοδέσμη να του προσφέρουμε κι όταν αυτός μας χάιδεψε το κεφάλι, του είπε ο δάσκαλος του χωριού: «Να οι γόνοι σας που έμειναν πίσω». Κουβέντα δεν είπε ο Γερμανός!

Το 1956 έγινε ο μεγάλος σεισμός της Σαντορίνης. Εγώ πήγαινα σχολείο ακόμη όταν ήρθαν παλικάρια-εθελοντές απ' όλη την Ελλάδα να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση του νησιού. Από την Κρήτη ήρθε ο Στυλιανός Αναστασάκης, 18 ετών αυτός, στα 13 εγώ. Με είδε κι άρχισε να μου κάνει καντάδες με μαντινάδες. Έτσι έμαθα κι εγώ να τραγουδώ κρητικές μαντινάδες! Θυμάμαι ότι το 'σκαγα από κει που κοιμόμασταν όλοι στρωματσάδα κι έλεγα ότι πάω μέχρι την κουζίνα, αλλά κρεμιόμουν απ' το παράθυρο για ν' ακούσω τον Στυλιανό – τραγουδούσα κι εγώ μαζί του, αυτό γινόταν συνέχεια και δεν αφήναμε άνθρωπο να κοιμηθεί στο χωριό. Όταν τον κάλεσε ο θείος μου στο σπίτι του να του κάνει παρατήρηση, του είπε ο Στυλιανός: «Μα, τι άλλο να κάνω για να μου τη δώσετε;». «Δεν μπορεί» απάντησε ο θείος «γιατί δεν ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια σου. Μόνο αν μας φέρεις τη μάνα σου και τον πατέρα σου απ' την Κρήτη». Πάει ο καημένος και φέρνει την αδερφή του τη μεγάλη. Μένει μαζί κι αυτή, γινόμαστε οικογένεια και στα 14 μου φέρνω στον κόσμο τον γιο μου τον Μανώλη! Στα 16 μου ερχόμαστε στην Αθήνα, ο Στυλιανός πιάνει δουλειά υπάλληλος κι εγώ γίνομαι βιβλιοδέτρια. Με βάση εκείνα τα ένσημα παίρνω ακόμα τη σύνταξη του βιβλιοδέτη.


Από τεσσάρων ετών κέρδιζα το ψωμί μου ως τραγουδίστρια. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι χειρότερο πράγμα στη ζωή του ανθρώπου δεν υπάρχει από τον πόλεμο! Εμείς ήμασταν παιδιά πολέμου, δαχτυλοδεικτούμενα, σαν τα σημερινά παιδιά των φαναριών. Υπήρχε μια αρρώστια στα μάτια τότε που λεγόταν τράχωμα. Χιλιάδες άνθρωποι τυφλώθηκαν. Μαζεύονταν σ' ένα ίδρυμα, τους γινόταν θεραπεία και άλλοι γλίτωναν το φως τους, άλλοι όχι. Λόγω της πορσελάνης της Σαντορίνης το μικρόβιο διαδόθηκε κι εκεί και πολλά παιδιά τυφλώθηκαν. Μπήκαμε κι εμείς στο ίδρυμα για μια φοβερή θεραπεία, που εύχομαι να μην ξαναπεράσει άνθρωπος. Σκύβαμε κάτω, μας γυρνούσαν τα βλέφαρα και με μια γαλαζόπετρα μας έσπαγαν τις φουσκίτσες που φύτρωναν καθημερινά από μέσα τους. Σαν κουκουβάγιες ήμασταν όλη μέρα! Εκεί, λοιπόν, σαν ανταπόδοση στις δωρεές που μας γίνονταν, με ανέβαζαν οι νοσοκόμες σε ένα τραπέζι και τραγουδούσα Τσιτσάνη! Πού τον είχα μάθει, όμως; Απ' έξω υπήρχε καταυλισμός Μικρασιατών –άφηναν τις σούστες τους με τα λαχανικά, κοιμόντουσαν όλοι μαζί– κι εγώ οργάνωσα παρέα, σκάψαμε λαγούμι, βγαίναμε από το ίδρυμα και περνούσαμε χρόνο μαζί τους. Από τα γραμμόφωνά τους πρωτάκουσα Τσιτσάνη! Οι Μικρασιάτες γέμιζαν ένα μακρύ μακό φανελάκι που φορούσα με σαλάτες, κεφτέδες, γλυκά και για μια βδομάδα με κυνηγούσαν οι σφήκες! Τα ρούχα που μας έδιναν στο ίδρυμα ήταν της UNRA, της αμερικανικής βοήθειας, είχαν φάρμακο απάνω και ξυνόμασταν όλη μέρα. Γι' αυτό τον νου σας, κανένα παιδί να μην μπαίνει σε ίδρυμα, γιατί και σήμερα θα βρεθεί κάποια UNRA...

Για να γίνεις τραγουδίστρια τότε, έπρεπε να περάσεις από τους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου. Με είχαν κόψει εφτά φορές, όμως εγώ ήμουν αποφασισμένη! Σκέφτηκα «ποιος μπορεί να τους ελέγξει; Μόνο η Λυρική». Πήγα κι έδωσα στη Λυρική κι επειδή έπρεπε να πω ένα τραγούδι με μεγάλη έκταση, τους τραγούδησα «Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη» (γέλια) – το πέρασα για κλασικό, 22 ετών ήμουν. Την επόμενη είδα πρώτο-πρώτο το όνομά μου στους επιτυχόντες. Μου πρόσφεραν υποτροφία να συνεχίσω στη Λυρική, αλλά εκεί είπα «Δεν γεννήθηκε ακόμη αυτός που θα με βάλει σε καλούπι»! Με μια φίλη πιανίστρια ξεκίνησα σε μπουάτ της Πλάκας, με άκουσε ο Καμενίδης, ο συνθέτης, και ηχογραφήσαμε δύο τραγούδια, με τα οποία μπόρεσα να μπω στο ραδιόφωνο. Εκεί, το '66, με άκουσε και ο Μίκης και μου είπε «Έρχεσαι μαζί μου από Σεπτέμβρη;». Πάω, γράφει κι έναν κύκλο τραγουδιών για τη φωνή μου –«Η ηλικία της γειτονιάς μου» λεγόταν, σε ποίηση του Πατρινού ποιητή Παπανικολάου– και τραγούδησα μαζί με τη Φαραντούρη, στο ξεκίνημά της κι αυτή. «Τι θες να τραγουδήσεις;» με είχε ρωτήσει ο Μίκης. «Χατζιδάκι» του απάντησα, «ναι, ό,τι θες» μου είπε! Δυστυχώς, η βραδιά του πραξικοπήματος μας βρήκε πάνω στη σκηνή κι έτσι οι παρτιτούρες της «Ηλικίας της γειτονιάς μου» χάθηκαν και δεν ηχογραφήθηκε ποτέ το έργο. Σήμερα θυμάμαι μερικά μόνο από τα τραγούδια αυτά.

Φεύγω στην Αγγλία, φτιάχνουμε κοινότητα με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Στέφανο Ληναίο, ενώ με τον Μάνο Λοΐζο και τη Μάρω, τη γυναίκα του, συγκατοικούσαμε. Είχαμε τρομερό πρόβλημα επιβίωσης. Εγώ βρήκα εκεί μια τρύπα και τραγουδούσα, ένα καφέ-ρεστοράν ήταν, όπου έκλεβα τα μέλια και τα βούτυρα απ' τα μπρέκφαστ των Άγγλων και τουλάχιστον εξασφαλίζαμε ένα γεύμα. Εντάχθηκα πολύ ομαλά στο κίνημα των χίπηδων, μου ταίριαζε ο άναρχος τρόπος ζωής τους – ξυπόλυτοι αυτοί όλη μέρα, ξυπόλυτη κι εγώ από παιδάκι. Στο Χάιντ Παρκ με ήξεραν όλοι. Ανέβαινα σε αυτοσχέδιες σκηνές και τζαμάριζα με μουσικούς. Έφυγα με Τσιτσάνη και γύρισα με Joplin στην Ελλάδα! Εκεί υιοθέτησα και το λουκ μου, άφησα πολύ μακριά τα μαλλιά μου και φόρεσα πολύχρωμα ινδοπρεπή και λαογραφικά ρούχα. Σημειωτέον, στην Αθήνα κυκλοφορούσα ξυπόλυτη, είχα μάθει και μου ήταν πολύ εύκολο. Δεν το έκανα σαν μόδα, έτσι είχα μάθει από το ίδρυμα και από το Λονδίνο. Μια μέρα πάτησα μια αναμμένη γόπα. Αναγκάστηκα έτσι να φορέσω σανδάλια (γέλια). Το περίεργο είναι πως έχω κρατήσει όλα μου τα ρούχα από εκείνα τα χρόνια. Μόνο η Φλέρυ Νταντωνάκη είχε το δικαίωμα να ανοίγει την ντουλάπα μου και να φεύγει με όποιο φόρεμα της άρεσε!

Ήμουν η πρώτη τραγουδίστρια της Δύσης που τραγούδησε στο Πεκίνο. Με ειδοποίησαν να πάω κατευθείαν από περιοδεία στην Αυστραλία το 1980 στο Πεκίνο, στο πλαίσιο μιας πολιτιστικής ανταλλαγής – η όπερα του Πεκίνου είχε έρθει τότε στο Ηρώδειο. Πάω, βγαίνουμε σε ένα ξύλινο θέατρο και μου λέει ο πρόξενος «μη στενοχωρηθείς αν δεν σε χειροκροτήσουν, εδώ δεν το συνηθίζουν». Γεμάτο το θέατρο από φαντάρους κι εγώ αμέσως σκέφτομαι ότι τα πεντατονικά της Ηπείρου θα τους κάνουν κάτι κοινό. Ζητάω επιπλέον κρουστά κι αρχίζω με το «Μωρή κοντούλα λεμονιά». Οι φαντάροι αρχίζουν να χτυπάνε ρυθμικά τα πόδια τους, μέσα σε λίγη ώρα νόμιζες ότι θα πέσει το θέατρο. Την επομένη ήρθε στην παράσταση σύσσωμη η τότε κινέζικη κομμουνιστική κυβέρνηση. Για μια εβδομάδα έμεινα στην Κίνα και δώσαμε παραστάσεις με χιλιάδες κόσμο! Η πλάκα είναι πως όταν ξαναπήγα στην Κίνα το 2009 με πλησίασε ένας γεράκος με μια φωτογραφική μηχανή και στήθηκα για να τον ευχαριστήσω. Μου είπε στα αγγλικά «Τι κάνει η μητέρα σας, η Μαρίζα Κωχ;» (γέλια). Ήταν απ αυτούς που με είχαν δει το '80 στην Κίνα πρώτη φορά! Ταξίδεψα πολύ στη ζωή μου, από Ινδία και Καναδά μέχρι Χονγκ Κονγκ και Αυστραλία, έζησα μέσα σε μια απίστευτη ταχύτητα.

Το 1976 μου τηλεφωνεί ο Χατζιδάκις. «Πάρε ένα λαούτο και φύγε για Χάγη στη Γιουροβίζιον. Μέχρι το πρωί θέλω να μου 'χεις ένα τραγούδι για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο». Αυτό έγινε στις 10 το βράδυ κι ήθελε το κομμάτι μέχρι τις 10 το άλλο πρωί. Όλη νύχτα απ' το τηλέφωνο με τον Μιχάλη Φωτιάδη στη Θεσσαλονίκη γράψαμε τους στίχους στο «Παναγιά μου - Παναγιά μου». Βγήκε μοιρολόι, όπως το ήθελε ο Χατζιδάκις, ενορχηστρωμένο από τον Μάικ Ροζάκη. Στη Χάγη ξεκίνησαν πορείες διαμαρτυρίας από τους Τούρκους σε όλες τις γειτονικές χώρες της Ευρώπης κατά της ελληνικής συμμετοχής. Όταν παίχτηκε το κομμάτι μας, η τουρκική τηλεόραση έριξε χορό της κοιλιάς. Προηγουμένως με έπιασαν οι διοργανωτές και μου είπαν να μη βγω γιατί σύμφωνα με πληροφορίες υπήρχε ελεύθερος σκοπευτής μέσα στην αίθουσα και κινδύνευε η ζωή μου. Βγήκα με υπογραφή, δηλαδή ότι τραγουδώ με δική μου ευθύνη. Δεν γινόταν να κάνω πίσω, το μήνυμα έπρεπε να το πάρει ολόκληρη η Ευρώπη. Θυμάμαι ότι η Αγγλία μας έδωσε μηδέν, ενώ η Γαλλία δεκάρι, εν ολίγοις οι χώρες πήραν ξεκάθαρη πολιτική θέση.
Μελοποίησα τον Καββαδία στη Μάνη. Μια μπόρα μας ανάγκασε να σταματήσουμε νύχτα στην Καρδαμύλη. Τότε ξέσπασε η πιο τρομερή καταιγίδα που είδα στη ζωή μου. Η θάλασσα ενώθηκε με τα βουνά, παρέσυρε τα πάντα και διέλυσε το λιμανάκι. Βγήκα στο παράθυρο κοιτώντας την καταστροφή κι εκεί, θυμούμενη τα ποιήματα του Καββαδία από τους ναύτες στη Σαντορίνη, μελοποίησα τη «Φάτα Μοργκάνα». Όταν την επομένη ήρθαν να μας ψάξουν οι κάτοικοι αν έχουμε γλιτώσει από το μένος της φύσης, εγώ είχα έτοιμο τον κύκλο Καββαδία. Μείναμε εκεί, τους τραγούδησα και αποφάσισα ότι αυτός είναι ο τόπος της ζωής μου. Κατάφερα να αγοράσω ένα κομμάτι γης σε εποχές που δεν πουλούσαν με τίποτα τη γη τους οι άνθρωποι. Με έκαναν και επίτιμο δημότη και ακόμα πηγαινοέρχομαι Αθήνα - Καρδαμύλη.

Ασχολούμαι ακόμα με την παιδική ψυχαγωγία, διατηρώ το Εργαστήριο Βιωματικής Μουσικής Αγωγής και δίνω πολλές συναυλίες. Με τον Filtig, έναν νέο αβανγκάρντ συνθέτη, κάναμε πρόσφατα έναν δίσκο ηλεκτρονικής μουσικής στο Βερολίνο. Στη μουσική πρέπει να τολμάς και να μην επαναπαύεσαι. Όταν όμως για να ζήσεις πλέον πρέπει να πουλήσεις κεραμίδι, σκέφτηκα «ποια άλλη τέχνη ξέρω να κάνω;». Από το 1971 δεν υπάρχει χρονιά που να μην έφτιαχνα πετιμέζι. Σήμερα, λοιπόν, το έχω προχωρήσει σε ένα είδος λικέρ που του έδωσα το όνομα «Φάτα Μοργκάνα». Δική μου πατέντα, με κρασιά Σαντορίνης και βότανα του Ταΰγετου. Γέμισα 200 μπουκάλια και το μοίρασα σε 200 φίλους. Καλά που δεν ενεπλάκη η εφορία γιατί θα μου έκοβε τον κώλο! Σύντομα όμως θα φτιάξω δική μου οικοτεχνία και θα προωθήσω το λικέρ μου σε μαγαζιά με οικολογικά προϊόντα, το δικό μου «Ηδύποτο ρουμπινί» που λέει και η αγαπημένη μου η Λένα Πλάτωνος. Έχω και το τραγούδι, κάνω και τις τρέλες μου, μια χαρά. Υγεία να 'χουμε πάνω απ' όλα!
H Mαρίζα Κωχ, σε νεαρή ηλικία. Αρχείο: Αντώνη Μποσκοίτη

 Πηγή:lifo.gr