Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

απρόβλεπτος...

Γράφει ο  παπα-Ηλίας 

Ναΐν σημαίνει όμορφη. 

Και στους όμορφους τόπους, συμβαίνουν και όμορφα πράγματα: Γάμοι, χαρές, ξεφαντώματα, γιορτές…
Αλλά μπορεί να συμβαίνουν και άσχημα: Μίση, φθόνοι, αδικίες, καυγάδες, αρρώστιες.

Και σίγουρα θα τoν επισκέπτεται και ο πλέον ανεπιθύμητος επισκέπτης, που είναι ο θάνατος.

Αφού είναι για όλους αναπόφευκτος. Αλλά και απρόβλεπτος.

Γιατί δεν ξέρουμε το πότε, πού και πώς θα μας επισκεφτεί. 

Κι ενώ περιμένουμε να μας πάρει στα πιο βαθιά γεράματα, εκείνος μπορεί να μας προτιμήσει στο άνθος της ηλικίας μας.…

Όπως το γιο της χήρας της Ναΐν.


Που δεν αρκέστηκε μόνο στο ότι πήρε τον πατέρα του. Αλλά πήρε και το γιο. Για να αφαιρέσει απ’ τη μάνα του και το τελευταίο της αποκούμπι. Και το οποιοδήποτε νόημα στη ζωή της.

Έτσι, ώστε να είναι πιο πεθαμένη κι απ’ το πεθαμένο παιδί της.

Μάταια η χήρα γονάτισε και προσευχήθηκε και παρακάλεσε το Θεό να τη βοηθήσει. Ο Θεός, ενόσω χαροπάλευε το παιδί της, σιωπούσε. 

Αλλά, εκτός απ’ το θάνατο, και ο Θεός είναι απρόβλεπτος.

Και να που έρχεται να τη συναντήσει, όταν το ξόδι του παιδιού της πορεύεται προς την τελευταία του κατοικία:

«Μην κλαις»! της είπε. 
 
Κι εκείνη θα τον κοίταξε απορημένη, σαν να του ’λεγε:

Τι λες άνθρωπέ μου! Σε τι μπορώ, πλέον, να ελπίζω πια, για να μην κλαίω”!

Αλλά εκείνος, χωρίς να δώσει σημασία στις όποιες, ενδεχομένως, ενδόμυχες σκέψεις της, έπιασε το παιδί από το χέρι και του είπε: 

«Νεαρέ, σήκω επάνω»!

Κι ο νεαρός σηκώθηκε και κοίταζε απορημένος για όσα συνέβαιναν γύρω του: 

Όπου η μητέρα του απ’ τα παραμιλητά της απόγνωσης πέρασε στο παραλήρημα της χαράς.
 
Κάποιοι έτρεχαν πανικόβλητοι, καθώς είδαν το νεκρό παιδί να σηκώνεται. Κι άλλοι κι αυτοί με δέος, αλλά πιο ψύχραιμοι, εκδήλωναν με κάθε τρόπο το θαυμασμό τους.
Δεν θα πω τίποτε σ’ αυτούς, που αμφισβητούν το θαύμα.
Παρότι ζούμε και κολυμπάμε μέσα στο θαύμα. Κι αν δεν το βλέπομε, είναι γιατί ουσιαστικά είμαστε πεθαμένοι, παρότι είμαστε υπερβέβαιοι για τη ζωντάνια μας.

Ή, τουλάχιστο κοιμισμένοι, καθώς θα μας έλεγε ο Ηράκλειτος. 

Παρότι μπορεί να καυχόμαστε ότι είμαστε ξύπνιοι. Και μάλιστα παρά πολύ ξύπνιοι.…
Θα πω όμως σ’ αυτούς, που πιστεύουν στο θαύμα, αλλά δυσκολεύονται να πιστέψουν στην ανάσταση των νεκρών ότι: 

Σε κάθε περίπτωση ο Θεός είναι απρόβλεπτος.

Και απρόβλεπτος θα είναι και για μας. Που μπορεί να μη μας επαναφέρει ξανά σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, αλλά που μπορεί να μας αναστήσει σε μια διαφορετική κατάσταση ζωής και πραγματικότητας. 

Ο Βίκτωρ Ουγκώ, στη «Φιλοσοφία και Φιλολογία» του, αναφέρεται σε ένα σχετικό με την καθολική ανάσταση όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ:

«Υπήρχε μια πεδιάδα με οστά αποξηραμένα, λέει ο προφήτης.

Και είπα: «Οστά σηκωθείτε»!
 
Και πάνω στα οστά ήρθανε νεύρα και σάρκα πάνω στα νεύρα και δέρμα πάνω από τη σάρκα.

Και φώναξα: 
 «Πνεύμα έλα απ’ τους τέσσερις ανέμους, φύσηξε, για να ξαναζωντανέψουν αυτοί οι νεκροί. Και η πνοή μπήκε μέσα τους και σηκώθηκαν κι έγινε ένας στρατός κι ένας λαός…».

Και βέβαια το όραμα αυτό, στη μεταφυσική του διάσταση, μας μιλάει για την ανάσταση των νεκρών. Οπότε και θα πάρουμε απρόβλεπτες απαντήσεις στα σχετικά με τη μετά θάνατον πραγματικότητα ερωτηματικά, που μας απασχολούν…

Αλλά παράλληλα αποκαλύπτει, πριν απ’ τη μεταφυσική και την κοινωνική ανάσταση.

Όχι μόνο, δηλαδή, των νεκρών ανθρώπων, αλλά και των νεκρών λαών.

Όπως τώρα δα είναι και ο δικός μας. Που, όχι μόνο τον χλευάζουν, αλλά και τον ακρωτηριάζουν βάναυσα. Κι αυτός άνευρος και αναίσθητος τα υπομένει όλα…
Άμποτε να γίνουμε όλοι μας απρόβλεπτοι. Και να αποτινάξουμε το λήθαργο και την υπνηλία, που χάλκευσαν σε βάρος μας τα ντόπια και ξένα παχύδερμα καθάρματα.

Και, με τη βοήθεια του απρόβλεπτου Θεού, να τους στείλουμε στην κόλαση, που εκείνοι χτίζουν σε βάρος μας…