Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Αφηγήσεις για το σεισμό του 1956 στη Σαντορίνη


1. Δον Νίκος Κοκκαλάκης: … « Οι σκηνές που ζήσαμε περνούν μπροστά στα μάτια μας. Πρώτα απ όλα η σκέψη και η προσευχή μας στρέφονται στα αγαπημένα πρόσωπα που ανασύρθηκαν νεκροί από τα συντρίμμια: τη μάνα με τα παιδιά που  θάφτηκαν ζωντανά μέσα στο υπόσκαφο σπίτι τους, την οικογένεια που ήρθε στο νησί την Κυριακή το βράδυ για να περάσει το καλοκαίρι και τη Δευτέρα το πρωί βρήκε τον θάνατο μέσα στο σπίτι που γκρεμίστηκε…. Οι πρώτες ημέρες και οι πρώτες νύχτες ήταν ατελείωτες και γεμάτες αγωνία για το τι ακόμη επρόκειτο να συμβεί . Μερικοί έφυγαν για την Αθήνα με το πρώτο πλοίο που ήλθε στο νησί με τους γιατρούς, και τα είδη πρώτης ανάγκης. Οι περισσότεροι έμειναν, αλλά εγκαταστάθηκαν στα χωράφια. Το μόνο κτήριο που έμεινε ανέπαφο ήταν το ξενοδοχείο Ατλαντίς, που μόλις είχε τελειώσει και είχε κτισθεί με τις αντισεισμικές προδιαγραφές. Έτσι μπόρεσε να δεχθεί τους πρώτους κρατικούς λειτουργούς. …..[] Εκείνο το πρωινό της καταστροφής μόλις είχα φθάσει στον Πειραιά μετά ολιγοήμερη παραμονή στη Σύρο. Μόλις με είδαν οι φίλοι μου μου ανήγγειλαν πανικόβλητοι « χάθηκε η Σαντορίνη, ένα σύννεφο σκόνης έχει σκεπάσει το νησί….» Επιβιβάστηκα στο πρώτο πλοίο που έφυγε για το μεσημέρι για τη Σαντορίνη, το γνωστό σε όλους τους Σαντορινιούς « Μοσχάνθη»  και έφθασα την επόμενη ημέρα το βράδυ . Από την Περίσσα που αποβιβαστήκαε πήγα κατ ευθείαν στα χωράφια στην περιοχή του Σταυρού στο Κοντοχώρι όπου βρήκα όλους τους ενορίτες…. Θυάμαι την αυτοθυσία των νέων παιδιών που κινητοποιήθηκαν από την πρώτη στιγή για να προσφέρουν βοήθεια όπου και όπως μπορούσαν. Όσα από τα παιδιά είχαν μείνει στο νησί – γιατί πολλά είχαν στεγαστεί στη Νέα Μάκρη , στο Ίδρυα των Αδερφών της Παμμακάριστου – οι αδερφές του Ελέους τα προσκάλεσαν να μείνουν για να βοηθήσουν στη δύσκολη αυτή περίσταση τις οικογένειες που επλήγησαν Οι Θηραίοι πάντα θυμούνται με ευγνωμοσύνη αυτή την προσφορά τους. Θυμάμαι τις Λειτουργίες  στο Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Κοιμητήριο ή στο ναό του Αγίου Αντωνίους το Κοντοχώρι που ήταν μισογκρεμισμένοι και επικίνδυνοι πράγμα που δεν είχαμε αισθανθεί τις πρώτες ημέρες…..(Γ.Κοκκαλάκη: Η Σαντορίνη και η Οικογένεια Κοκκαλάκη )

2. Αναγνώστρια ρωτάει τη θεία της : « Όπως μου είπε κοιμόντουσαν, ήταν ξημερώματα γύρω στις 6 παρά τέταρτο. Λίγα λεπτά πριν γίνει ο σεισμός, η καρδερίνα που είχαν φτερούγιζε έντονα μέσα στο κλουβί, σε σημείο που το πουλί χτυπιόταν κυριολεκτικά στα σίδερα του κλουβιού. Τους ξύπνησε ο θόρυβος από το πρωτόγνωρο φτερούγισμα και κατάλαβαν ότι θα γίνει σεισμός γιατί τα ζώα προαισθάνονται τα σημάδια της φύσης. Δεν πρόλαβαν όμως να κατέβουν από τα κρεβάτια και άρχισε. Ευτυχώς που το σπίτι μας ήταν υπόσκαφο. Αυτό τους γλίτωσε! Πρώτα όπως μου είπε ήρθε ένα έντονο βουητό από τα έγκατα της γης που βούλωνε τα αυτιά και μετά το «κούνημα». Από το έντονο βουητό άνοιξε διάπλατα η εξώπορτα που ήταν κλειστή με τους μαντάλους! Αρχικά το κούνημα ήταν «πλαγιαστό» και μετά «χοροπηδηχτό, πάνω-κάτω». Τα έπιπλα χοροπηδούσαν και από τη μια μεριά των τοίχων βρέθηκαν στην άλλη. Χαρακτηριστικά όπως μου είπε ένας μπουφές της προγιαγιάς μου, ασήκωτο έπιπλο βαρύ ξύλινο γεμάτο γυαλικά που άλλοτε χρειαζόταν 6 άτομα για να καταφέρουν να το μετακινήσουν, χοροπηδούσε στον αέρα! Νόμιζες ότι οι 2 τοίχοι του υπόσκαφου πάλλονταν, δηλαδή έσμιγαν και μετά πάλι χωρίζανε. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο από έπιπλα μέσα στο σπίτι: μπουφέδες, γυαλικά, κάδρα, όλα ήρθαν τούμπα.Εκτός από το εικονοστάσι που ήταν άθικτο στη θέση του κρεμασμένο με όλες τις εικόνες μέσα! Ούτε ένα λεπτό δεν κράτησε ο σεισμός και όταν τελείωσε και βγήκαν έξω στην αυλή.Στο δρόμο πάνω από το υπόσκαφο σπίτι μας υπήρχε ένα μαγαζί. Έπεσε όλο το μαγαζί όπως ήταν μέσα στην αυλή μας και από το πολύ βουητό που είχε ο σεισμός, κάνεις μέσα στο σπίτι δεν άκουσε τη κατεδάφιση του μαγαζιού!!!!! Το είδαν πως είχε πέσει όταν πλέον βγήκαν στην αυλή. Το ότι δεν πρόλαβαν να βγουν έξω και ο σεισμός τους «έπιασε» μέσα στο σπίτι ήταν η σωτηρία τους! Γιατί αν είχαν βγει στην αυλή, θα είχαν σκοτωθεί από το μαγαζί που ήρθε σωρό-κουβάρι μέσα στην αυλή μας. 
Ένα σύννεφο σκόνης είχε σκεπάσει τα πάντα σαν ομίχλη, δεν έβλεπες ούτε σε μισό μέτρο, άκουγαν μόνο τις φωνές των γειτόνων από δίπλα που φώναζαν: «γρήγορα όλοι στα αμπέλια, θα γίνουν και άλλοι σεισμοί». Όπως ήταν με τα νυχτικά μου είπε η θεία μου έφυγαν για τα αμπέλια, αφήνοντας τα σπίτια ανοιχτά χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους. (Στη σημερινή εποχή αν γινόταν κάτι ανάλογο, θα είχε γίνει αμέσως πλιάτσικο στα ανοιχτά σπίτια. Όμως τότε δεν υπήρχαν αλλοδαποί μετανάστες, δεν υπήρχε ακόμη τουρισμός ούτε ξένοι. Ήταν μόνο οι ντόπιοι, οι συγχωριανοί. Όλο το χωριό ήταν σαν μια οικογένεια. Δεν υπήρχε φόβος να αφήσεις το σπίτι σου ανοιχτό και να φύγεις, δεν έκλεβε κανείς. Δεν υπήρχε εγκληματικότητα. Ποιος θα έκλεβε? Ο συγχωριανός σου που τον ήξερες πιο καλά και από τον αδερφό σου? Αλλά χρόνια τότε..Βγαίνοντας στην αγορά, στο κεντρικό δρόμο της Οίας αντίκρισαν την καταστροφή του χωριού.
Τα καπετανόσπιτα, τα μαγαζιά και γενικά τα περισσότερα σπίτια του «κεντρικού δρόμου» είχαν κατεδαφιστεί. Τα κτίρια δηλαδή που ήταν με ταράτσες. Τα υπόσκαφα όμως άθικτα!!!! Ούτε ρωγμή στους τοίχους!!! Και για αυτό οι θάνατοι ήταν αυτών που δεν μένανε σε υπόσκαφα.
Επειδή είχαν πέσει τα σπίτια και τα μαγαζιά της αγοράς (εξού και η σκόνη που είχε καλύψει όλο το χωριό) όλοι οι δρόμοι του χωριού ήταν γεμάτοι από μπάζα και αναγκαστικά για να περάσουν να φύγουν σκαρφαλώνανε πάνω στα μπάζα. Λόφοι από μπάζα πάνω από 2 μέτρα!! Τις γριές και τους γέρους τους παίρνανε καβάλα στους ώμους τους οι νέοι. Αν άκουγαν μέσα στα χαλάσματα φωνές, όπως-όπως έσκαβαν για να σώσουν τον πλακωμένο από τα μπάζα.
Στην Αρμένη και στο Αμμούδι οι βάρκες "ανέβηκαν" πάνω στην προκυμαία.Η φουσκωμένη θαλασσα δηλαδή "ανέβασε" τις βάρκες και τις "αφησε" πάνω στο μώλο!! Όσοι ψαράδες βρίσκονταν εκείνη την ώρα είτε στην Αρμένη είτε στο Αμμούδι, καθώς ανέβαιναν τις σκάλες για να φτάσουν στο χωριό οι πέτρες από τα γκρεμνά κυλούσαν ασταμάτητα και τους χτυπούσαν.Μαζεύτηκαν στα χωράφια στο Θόλο γύρω από τον Αγ. Γεώργιο της Πάπενας. Όπως μου είπε κάθε τρεις και λίγο η γη κουνιόταν και έλεγαν: «νατος πάλι». Την ημέρα εκείνη θα πρέπει να έγιναν τουλάχιστον 300 σεισμοί. Κάθε 2-3 λεπτά και άλλος. Για μέρες ολόκληρες κάθε τόσο και λιγάκι η γη κουνιόταν. Τους έσωσε ότι ο σεισμός ήταν «υποθαλάσσιος» και όλη η ενέργεια του έπεσε στη θάλασσα........

3. Καλημέρα,ο πατερας μου ηταν μολις 9 ετων τοτε και μου εχει πει οσα λιγα θυμαται,ηταν στην Αγια Φωτεινη,εκει που σημερα βρισκεται το σπιτι μου ηταν σταυλοι και το αλωνι,ειχαν παει με τον παπου μου το Νικολο και το θειο μου τον Αναργυρο να σομαρωσουνε τα μουλαρια για να ξεκινησουνε να θερισουνε το κριθαρι,ηταν 5μιση με 6 οταν εγινε ο πρωτος σεισμος,θυμαται τα μουλαρια ωρα πριν να γυριζουν γυρω γυρω μες στη μαντρα να ρουθουνιζουν σα τρελα και να σηκωνονται ορθια στα πισινα τους ποδια..κανεις αλλος δεν προαισθανθηκε το κακο περα απο τα ζωα..μολις εγινε ο σεισμος ο παπους ετρεξε στο χωριο να προλαβει να ξυπνησει τη γιαγια μου και της θειες μου,τη Μαρια κ τη Κουλα να τρεξουν ολοι μαζι στη μαντρα...Η θεια μου η Μαρια Νομικου λεει χαρακτηριστικα : ηκουα τσοι γειτονισσες που ηφωναζανε : παει η Αγια Ανεργυροι ,παει η Αγια Ανεργυροι!!! κι εγω σα μικρο παιδακι 8 χρονω που ημουνα,ξαπλωμενη απα στο κρεβατι ηφωναζα τσοι μανας μου :κα,μαμα,κα ηφυε η Αγια Ανεργυροι,κα που να ηπηε? και η μανα μου ειπε : σηκω παιδι μου να φυομε,σηκω γιατι χανουμαστε...
Σου τα λεω τωρα αυτα και δακρυζω,πραγματικα τοση συγκινηση αισθανομαι...
Εύα Δαμασκηνού από το Μεγαλοχώρι

4. Βάλσαμος
Πιτσικάλης


5. Στέλλα Δαμασκηνού


6. Παναγιώτης Μυτιληναίος 
Σαντορίνη 1965. Καθώς ακόμα νωπές είναι οι πληγές που μας άφησε ο σεισμός του 56 το νησί αργοπεθαίνει οικονομικά. Χιλιάδες Σαντορινιοί ξενιτεύονται και πάνε στην Αθήνα για να ζήσουν τις οικογένειες τους. Πολλές από αυτές μένουν πίσω για να κρατούν ζωντανά τα σπίτια τα αμπέλια και το βιος. Μιλάμε για σκληρές και άσχημες μέρες.
Μια φέτα ψωμί με λίγο λαδάκι και λίγο πελτέ ήταν το πολυτελές κολατσιό μας.
Κρυφτό μέσα στα χαλάσματα που άφησε ο σεισμός , στο κόκκινο σπίτι του Νομικού , στα υπόσκαφα του Κοντοχωριού και στη πλατεία Σαρπάκη ήταν το παιχνίδι μας.
Κρυφτοντενεκές με το Στάθη το Καραμανλή , τον Αντώνη το Μανιέμο , το Μιχάλη το ρίφι, το Στέλιο τον εισπράκτορα, το Σίμο το Μπελλώνια, τον Λουκά το Σμπάρα, το Γιώργο το κεφτέ, το Στάθη τον Αμπαζόγλου,το Σταύρο και το Μανώλη το Χάλαρη, την παλιοπαρέα δηλαδή των Φηρών, κάθε μέρα στη πλατεία του Σαρπάκη.
Περνούσαν οι μέρες δύσκολα αλλά όμορφα.

7. Αφηγήσεις ζωής από το ραδιοφωνικό αφιέρωμα της εκπομπής
 « Τσάρκα στα Νησιά» ( 2011)

πηγή:Καλλ-ιστορώντας