Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

νεότερα στοιχεία του ΕΛΚΕΘΕ για το Sea Diamond


Καμία επιβάρυνση ή ρύπανση για το θαλάσσιο οικοσύστημα της Σαντορίνης, δεν διαπιστώνεται στη θαλάσσια περιοχή της Καλντέρας, από το βύθιση του κρουαζιερόπλοιου Sea Diamond στις 5 Απριλίου του 2007, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης του 2012 του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), που πραγματοποίησε για πέμπτη χρονιά μετρήσεις στη θαλάσσια περιοχή.
Από τις μετρήσεις και αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν, διαπιστώνεται ότι οι συγκεντρώσεις πετρελαϊκών υδρογονανθράκων, τόσο στα δείγματα του θαλασσινού νερού όσο και στα επιφανειακά ιζήματα, είναι ιδιαίτερα μικρές σε όλη την περιοχή που μελετήθηκε, γεγονός που δείχνει ότι δεν υπάρχουν υπολείμματα πετρελαιοειδών σε κανένα σημείο.
Σχετικά με τις υπόλοιπες οργανικές ουσίες ανθρωπογενούς προέλευσης, δεν παρατηρήθηκαν σε κανένα σταθμό και βάθος ενδείξεις επιβάρυνσης από το ναυάγιο.
Οι ουσίες που ανιχνεύθηκαν ήταν κυρίως διάφοροι φθαλικοί εστέρες σε συγκεντρώσεις που είναι αναμενόμενες στις ελληνικές θάλασσες. Όπως είναι γνωστό, οι ενώσεις αυτές είναι ευρέως διαδεδομένες στο περιβάλλον, καθώς περιέχονται στα πλαστικά.
Οι συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων βρέθηκαν ιδιαίτερα χαμηλές, σε όλους τους σταθμούς και βάθη, και παρόμοιες με αυτές που ανιχνεύονται στην ανοιχτή θάλασσα, χωρίς να διαπιστωθεί καμία επιβάρυνση στο σημείο του ναυαγίου. Επίσης δεν διαπιστώθηκε καμία διαρροή ρυπογόνας ουσίας από το κουφάρι του κρουαζερόπλοιου.

Tο ΕΛΚΕΘΕ, με αίτημα του τότε υπουργείου Ναυτιλίας, αμέσως μετά το ναυάγιο του Sea Diamond στην περιοχή της Καλντέρας στη Σαντορίνη, ξεκίνησε συστηματικές μετρήσεις στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή έτσι ώστε να παρακολουθείται η ποιότητα του θαλάσσιου οικοσυστήματος της περιοχής και να καταγράφονται άμεσα οι τυχόν επιπτώσεις από το ναυάγιο.

Έως σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί 13 δειγματοληψίες στην περιοχή για τη μελέτη των θαλάσσιων οργανισμών καθώς και φαινομένων τυχόν βιοσυσσώρευσης οργανικών και ανόργανων ρύπων με την πρώτη τον Μάιο του 2007 και την τελευταία τον Ιανουάριο του 2012. Το κόστος της ετήσιας έρευνας του ΕΛΚΕΘΕ ανέρχεται σε 70.000 ευρώ το χρόνο, και επιβαρύνει την πλοιοκτήτρια εταιρεία.
Στην επόμενη έκθεση που αναμένεται να κατατεθεί τον Ιούλιο του 2012 θα περιλαμβάνονται και τα αποτελέσματα από τη μελέτη των θαλάσσιων οργανισμών και επομένως θα υπάρχει πλήρης εικόνα για την κατάσταση του θαλάσσιου περιβάλλοντος πέντε χρόνια μετά το ατύχημα.
Σημειώνεται ότι από τη βύθιση του Sea Diamond διέρρευσαν στο θαλάσσιο χώρο ποσότητες καυσίμων, τα οποία μαζί με αυτά που υπήρχαν στις δεξαμενές του κρουαζιερόπλοιου άντλησε ιδιωτική εταιρεία με κόστος για την πλοιοκτήτρια εταιρεία περίπου 12 εκατομμύρια δολάρια.
Στην περιοχή του ναυαγίου έχει τοποθετηθεί πλωτό φράγμα, που παρακολουθείται καθημερινά από ειδικό αντιρρυπαντικό σκάφος και εξειδικευμένο προσωπικό και με έξοδα της πλοιοκτήτριας εταιρείας.
Σύμφωνα με στελέχη ξένης εταιρείας για την ανέλκυση ναυαγίων, η κατάσταση του πλοίου είναι σε τέτοια θέση (90 μέτρα βάθος η πλώρη και 140 η πρύμνη), που καθιστούν πολύ δύσκολο οποιοδήποτε εγχείρημα ανέλκυσης. Ωστόσο προσθέτουν ότι εάν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, η ανέλκυση θα προκαλούσε μεγάλη διαταραχή στην περιοχή.
Σύμφωνα με πληροφορίες το λιμενικό ταμείο Θήρας προκήρυξε δύο φορές διεθνή διαγωνισμό για την εκπόνηση μελέτης δυνατότητας ανέλκυσης αλλά απέβη άκαρπος
Σημειώνεται ότι δύτης που καταδύθηκε μετά από εντολή του εισαγγελέα στο πλαίσιο της πραγματογνωμοσύνης δεν ανέβηκε ξανά ποτέ στην επιφάνεια της θάλασσας.

Σύμφωνα με εκτίμηση του καθηγητή χημείας του πανεπιστημίου Αθηνών Μανώλη Δασανάκη αν το κουφάρι του δεξαμενόπλοιου παραμείνει στο βυθό τη θάλασσας και δεν ανελκυστεί, πιθανότατα δεν θα δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα στο οικοσύστημα της περιοχής. Υποστηρίζει ότι το κουφάρι του πλοίου και τα διάφορα υλικά που βρίσκονται μέσα σε αυτό θα διαβρώνονται με τα χρόνια και οποιαδήποτε έλκυση ρυπογόνων ουσιών ή μετάλλων θα είναι τόσο μικρή, που -λόγω του γρήγορου ρυθμού ανανέωσης των νερών, της πίεσης και των ισχυρών ρευμάτων- δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει κάποια ρυπογόνα συσσώρευση στην περιοχή. Ας μη ξεχνάμε ότι πολλά παλιά ναυάγια χρησιμοποιούνται και για τεχνητούς υφάλους τονίζει ο κ. Δασανάκης, ωστόσο προσθέτει ότι θα πρέπει να υπάρχει μια τακτική παρακολούθηση των δειγμάτων του νερού και των οργανισμών στη θαλάσσια περιοχή.
Τελευταία στοιχεία της κατάστασης του ναυαγίου υπάρχουν από τη ρομποτική βιντεοσκόπηση, κατά τη διάρκεια της απάντλησης από την εταιρεία Dronik Maritime.
Σύμφωνα με τα στελέχη της πλοιοκτήτριας εταιρείας, η βύθιση του πλοίου προκλήθηκε λόγω λανθασμένης χαρτογράφησης της περιοχής από την υδρογραφική υπηρεσία, κάτι που αποδέχθηκε και η ίδια η υπηρεσία. Συγκεκριμένα ο ύφαλος, στον οποίο σχίστηκε το κρουαζιερόπλοιο κάτω από την ίσαλο γραμμή, βρίσκεται 131 μέτρα από την ακτή και όχι 57 όπως εμφανιζόταν στον χάρτη, ενώ το βάθος της θάλασσας παρουσιαζόταν ότι είναι από 18 έως 22 μέτρα και όχι 5 μέτρα όπως είναι στην πραγματικότητα.
Επίσης πραγματογνώμονες που διερεύνησαν την υπόθεση, κατόπιν εντολής της εισαγγελίας, επιβεβαίωσαν ότι το μοναδικό αίτιο του ατυχήματος ήταν ο λανθασμένος χάρτης.
Πρόσφατα ο πλοίαρχος του πλοίου αθωώθηκε από το πειθαρχικό συμβούλιο του Εμπορικού Ναυτικού, ενώ ως προς το ζήτημα του σημείου της πρόσκρουσης έγινε δεκτό ότι αιτία του ατυχήματος ήταν η εσφαλμένη χαρτογράφηση της περιοχής. Η υπόθεση συνεχίζει να εκκρεμεί δικαστικώς.


πηγή:expres