Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Αφανείς ήρωες πολέμου ξεχασμένοι στη λήθη του χρόνου...


Tο κείμενο που ακολουθεί μπορεί να είναι μεγάλο σε έκταση αλλά ειναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και από ιστορικούς λόγους . Εντοπίστηκε στο τρέχον περιοδικό " Περίπλους της Ναυτικής Ιστορίας" του Ναυτικού Μουσείου Πειραιά και ανήκει στον καπετάνιο Απόστολο Ποταμιάνο. Ειναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον γιατί μπορεί να τεθεί σαν βάση για μια νέα προοπτική έρευνας στο νησί της Σαντορίνης , τον 20ο αιώνα ...στην Οία


Του καπετάνιου Απόστολου Ποταμιάνου, γενικού γραμματέα της Λέσχης Αρχιπλοιάρχων, μέλους του ΝΜΕ

Από τα ιδιόχειρα απομνημονεύματα ενός μάστρο-Γιάννη που ο πόλεμος τον ήθελε καπτά-Γιάννη...

Γράφει: "Αναγκάστηκα να αγοράσω πλεούμενο γιατί ποιος θα παράγγελνε έπιπλα μες την κατοχή που ο κόσμος πέθαινε στην πείνα. Τρεχαντήρι μεγάλο το έφερα στην Αρμένη στο καρνάγιο του μάστρ'-Αντώνη και το πολεμούσα ο ίδιος με ένα καρφά. Ένα μαγαζί ξύλα και ένα μήνα χρειάστηκα για να γίνει όπως ήθελα. Μου έκοψε καινούργια πανιά στην ταράτσα της μάνας μου ο Αρναούτης, φίλος του μακαρίτη του πατέρα μου, ο ίδιος μου έφτιαξε και καινούργια αρματωσιά".
Έχοντας λοιπόν το τρεχαντήρι ταξίδευε στα νησιά των Κυκλάδων και αντάλλαζε τα προϊόντα του. Έδινε κρασί και έπαιρνε πατάτες και κρεμμύδια. Έδινε ντοματοζούμι (ντοματοπολτό) και έπαιρνε τσουκάλια από τη Σίφνο ή τυριά από τη Νάξο και ούτω καθ'εξής. Μετά απο ένα ταξίδι έφτασε ασφαλής και έδεσε στο μόνιμο ρεμέτζο του τρεχαντηριού που ήτανε στον Άγιο Νικόλαο τον Περαματάρη στο Διαπόρι. ήταν χειμώνας και βαρύς χειμώνας, κρύο και παγωνιά και από πάνω η φοβέρα της Γερμανικής μπότας. Αποφάσισε πάντα μετά από συνεννόηση με τη γυναίκα του να αφήσει λίγο να περάσει η βαρυχειμωνιά και να συνεχίσει τα ταξίδια. Το τρεχαντήρι το έβλεπε πάντα απο το παραθυρο της κρεββατοκάμαρας. Πάντα φοβόταν γιατί με το γύρισμα του καιρού τα βελόνια του τιμονιού ίσα ίσα περνούσαν απο το βραχο της μεγάλης στεριάς όπως έλεγε.
Γραφει: "Μια βραδιά της βαρυχειμωνιάς κοιμόμουνα με τη λάμπα του πετρελαίου ίσα που άναβε। Μετά τη δύση του ηλίου απαγορεύοταν η κυκλοφορία απο τους Γερμανούς και καλό ήτανε να μην υπάρχει ούτε και φως στο σπίτι διότι κανανε περιπολίες και ποτέ δεν ξερεις. Είχαν βρει και κρασί μπόλικο στο νησί και σχεδόν πάντα ήτανε πιωμένοι. Κάποια στιγμή με σκούντισε η γυναίκα μου "σήκω Γιάννη ακούω πατήματα πάνω στη ταράτσα". Σηκώθηκα, αφουγκράστηκα και πράγματι άκουσα ή νόμισα ότι άκουσα βήματα ανθρωπου που δεν ήξερε τα κατατόπια του σπιτιού. Η νύχτα ήταν θεοσκότεινη. Δεν είχα και κανένα σκύλο να γαυγίσει αλλά πάλι σκέφτηκα ότι και να είχα θα τον είχαν φάει οι Ιταλοί που είχαν καταλάβει το νησί πριν απο τους Γερμανούς όπως φάγανε και την γάτα μας την Ομορφούλα. Κάποια στιγμή ακούστηκε χτύπημα σιγανό στην πόρτα. Η γυναίκα μου με τραβούσε να μην ανοίξω όμως σκέφτηκα ότι και να μην άνοιγα ο άγνωστος θα εξακολουθούσε να χτυπά μέχρι να ανοίξω οπότε θα ήταν δώρο άδωρο.
Δειλά άνοιξα την πόρτα. Παρουσιάστηκε ένας άντρας γύρω στα πενήντα, ψηλός, κουκουλωμένος λόγω κρύου, άγνωστος, ντόπιος δεν πρεπει να ήταν μισοκρυμμένος πίσω απο την πόρτα και το σκοτάδι. Τον κάλεσα μεσα, δεν ήθελε να μπει. Ψιθυριστά μου είπε "Η αντίσταση της πατρίδας στο κατακτητή ζητά τη βοήθεια σου". Τον ρωτώ: "και ποια είναι αυτή η βοήθεια;". Μου λεει: "Την ημέρομηνία και ώρα που θα σου πω να πας με το καίκι μόνος σου, το τόνισε ιδιαίτερα μόνος σου, 3-4 μίλια ΒΔ του νησιού στο ύψος του Κάθαρου και προς τη Νιο να παραλάβεις 12 κομάντος που θα τους φέρει ένα υποβρύχιο. Θα τους κρύψεις στα χαλάσματα του Κάθαρου, θα του φροντίσεις για να μη τους λείψει φαγητό και νερό για περίπου 15 μέρες και θα σε ξαναειδοποιήσω να τους πάς στο ίδιο μέρος που τους παρέλαβες και ένα άλλο υποβρύχιο θα περάσει να τους πάρει. Η πατρίδα ξέρει ότι δεν έχεις και μεγάλο πρόβλημα με το φαγητό τους. Χρειάζεται μεγάλη μυστικοτητα γιατί κινδυνεύουν πολλές ζωές αν μας πάρουν χαμπάρι οι Γερμανοί. Δεν μου άφησε περιθώρια να σκεφτώ. Απάντησα πως θα κάνω το καλύτερο. Δεν ήταν αρκετή η απάντηση μου. Με πίεζε θέλοντας μια απάντηση ξεκάθαρη. Τότε του απάντησα ναι. Τον ρώτησα πως τον λένε. Η απαντηση του ήταν πως σε αυτές τις δουλειές κανεις δεν έχει όνομα, δούλευουμε όλοι με την καρδιά μας χωρίς προσωπικά όνοματα στο όνομα του Θεού και της λευτεριάς της πατρίδας μας. Από τη μικρή μας κουβέντα, κατάλαβα, μου λεει, ότι η εκλογή μας ήταν σωστή για το άτομο σου. Θα σε ειδοποιησω ξανα ο ίδιος, όταν έρθει η ώρα να είσαι έτοιμος. Προσπάθησα να του πω πως να φύγει με ασφάλεια, μου είπε ότι ήξερε τα κατατόπια, μου έσφιξε το χέρι και έφυγε αθόρυβα. Εκλεισα την πόρτα, η γυναίκα μου ήθελε να μάθει ποιος και τι. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πω ψέμματα και να τελειώσει το θεμα, ύστερα σκέφτηκα όταν θα τους έκρυβα πως θα εφεύγα απο το σπίτι μου νυχτιάτικα, φορτωμένος με φαγιά, που θα έλεγα ότι πάω; Και θα ήταν χειρότερα. Αναγκάστηκα να της πω την αλήθεια.


Συζητούσαμε μέχρι το πρωί τις δυσκολίες και τους κινδύνους. Υπολογίσαμε πόσες μέρες έπρεπε το τρεχαντήρι να είναι δεμένο στο ρεμέτζο του μέχρι να τελειώσει όλη η επιχείρηση, 20 μέρες το λιγότερο. Πως θα δικαιολογούσα στους δύο ανθρώπους που είχα στο τρεχαντήρι την καθυστέρηση, που περίμεναν πότε θα φύγουμε να εξοικονομήσουν κουμπανιές για τα σπίτια τους; Στο σημειο αυτό με βοήθησε η γυναίκα μου. Μου είπε: " όσο αφορά την καθυστέρηση αναχώρησης θα προφασισθείς αρρώστεια, όσο αφορά δε στους ανθρώπους του καϊκιού θα τους βοηθήσουμε από τις δικές μας κουμπανιές. Τουλάχιστον οι πρώτες δυσκολίες γρήγορα ξεπεράστηκαν και ανάσανα. Ξάπλωσα γιατί έκανε κρύο και θέρμανση δεν υπήρχε.
Η γυναίκα μου έφτιαξε ένα βραστάρι από φασκομηλιά, χωρίς ζάχαρη βέβαια, να ζεσταθούμε λίγο. Ξάπλωσα αλλά δεν μου κολλούσε ύπνος, όσο περνούσε η ώρα καταλάβαινα πόσο δύσκολο ήταν αυτό που ετοιμαζόμουν να κάνω σε ένα χωριό ενός νησιού με όλους τους κατοίκους γνωστούς, ελάχιστοι το τονίζω ελάχιστοι, πολύ ελάχιστοι λόγω της πείνας είχαν αποκτήσει κακό όνομα, κάτι το οποίο εγώ προσωπικά δεν πίστευα.

Πλην όμως έπρεπε να τους προσέχω περισσότερο.

Κακός σύμβουλος η πείνα και το κρύο και οι υποχρεώσεις προς την οικογένεια. Ξημέρωσε, άρχισε να κλαίει το μωρό. Η Ειρήνη,η γυναίκα μου, το σήκωσε, το έπλυνε, το άλλαξε, το φάσκιωσε και περίμενε τα κλαδιά για να γίνουν κάρβουνα για να βράσει το γάλα του και εγώ τη βοηθούσα όσο μπορούσα. Κουνούσα το μωρό στα χέρια μου, αλλά ήμουν άγαρμπος όπως έλεγε η Ειρήνη.
Εκείνη του έλεγε ωραία λόγια και το ηρεμούσε πολλες φορές το μωρό έσκαγε και κανενα χαμόγελο. Εγώ τι να του έλεγα; για το φλόκο ή για τα σαμπαντάλια των πανιών; Χτύπησε η πόρτα, πήγα και άνοιξα, ήτανε οι άνθρωποι των καικιών. Καλημέρισαν και η πρώτη τους ερώτηση ήταν "πως τον βλέπεις τον καιρό μάστρο-Γιάννη; θα μας κρατήσει ακόμα;". Τι να τους πω; "Βλέπω ότι έχει δύναμη ο βοριάς" είπα. Η γυναίκα μου με έβγαλε απο τη δύσκολη θέση "που ετοιμάζεσαι να πας χριστιανέ μου, δεν βλέπεις που είσαι άρρωστος; Θέλεις να χειροτερέψεις και τι θα γίνουμε;". Στεναχωρήθηκαν οι άνθρωποι, δεν θα ξεχάσω την καθαρή λυπημένη ματιά τους.

"Με τη βοήθεια του Θεού γρήγορα θα είμαι πάλι καλά. Τι λες και εσύ Γιώργη;" ειπα σε ένα απο τους δύο. "Εγώ λέω να κάτσεις μέσα, να σου κάνει η κυρά βραστάρια να γίνεις καλά. Οσο αφορά το τρεχαντήρι μη νοιάζεσαι, εμεις θα πάμε απάνω να κάνουμε και καμιά δουλειά και πάλι θα ξαναέρθουμε να σου πούμε πως είναι. Τους φίλεψε η Ειρήνη απο ένα παξιμαδάκι, μια χούφτα σταφίδες και δυο τρία ξερά σύκα και εφύγαν. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να βρω γρήγορο και ασφαλή δρόμο μέχρι το Κάθαρο. Το σπίτι μου βλέπεις ήταν μέσα στο χωριό και κοντά στην κομαντατούρα. Οι Γερμανοί έκαναν περιπολίες είχαν και σκύλους μαζί τους.

Η πρώτη μου δυσκολία ήταν ήταν να βγω στο κάμπο, η δεύτερη να κατέβω στο γκρεμό του Κάθαρου και η τρίτη η επιστροφή. Εαν πήγαιναν στο σπίτι μου οι Γερμανοί για έφοδο και έλειπα, ούτε θέλω να το σκέφτομαι. Πέρασαν οι μέρες με την αγωνία, καλυτέρευσε ο καιρός, το τρεχαντήρι στο ρεμέντζο του οι άνθρωποι του καϊκιού αδημονούσαν και στεναχωριόντουσαν που δεν φεύγαμε. Η ψευδοαρρώστεια μου πότε καλυτέρευε πότε χειροτέρευε κυρίως όταν ερχόντουσαν οκτώ η ώρα να με δουν και με έβρισκαν στο κρεββάτι προφασιζόμενος αδυναμία, Μετά από δεκατρείς μέρες το θυμάμαι καλά φρεσκάρισε πάλι ο Βοριάς. Το βράδυ ξανα γύρω στα μεσάνυχτα χτύπησε ξανα η εξώπορτα του κάτω σπιτιού. Πετάχτηκα αμέσως απο το κρεββάτι, άνοιξα λίγο την πόρτα και είδα πάλι τον ίδιο άνθρωπο ή μάλλον έναν άνθρωπο που μου φάνηκε ο ίδιος, μου λεει λοιπόν "αυριο έντεκα με μια μετά τα μεσάνυχτα όπως είπαμε θα περιμένεις ανοικτά να έρθουν οι κομάντος απο εκεί και πέρα όπως τα είπαμε. Ο Θεός μαζί σου".

Με χαιρέτησε και εξαφανίστηκε. Παρακαλούσα τον Θεό να μην χαλάσει άλλο ο καιρός και δεν μπορώ να φύγω επειδή δεν θα είχα και καμία βοήθεια, μόνος μου θα ήμουν. Ξέχασα να αναφέρω ότι ο Κάθαρος είχε μόνο χαλάσματα, που θα έμεναν οι άνθρωποι με τέτοιο κρύο; Αλλά και πάλι σκέφτηκα θα είναι σκληραγωγημένοι, στρατιώτες είναι. Την επομένη μέρα, έντεκα περίπου το βράδυ ήμουν στο σημείο που μου είχε υποδείξει και περίμενα, άφησα το καΐκι ξυλάρμενο. Πότε πότε σήκωνα λίγο το πανί για να μετακινηθώ προς το βοριά και πάλι το κατέβαζα και έμενα ξυλάρμενος. Η ώρα δεν περνούσε το κρύο ανυπόφορο, θυμήθηκα ότι έπρεπε να ήμουν άρρωστος και κρύωνα περισσότερο. Είχα πάρει στο τρεχαντήρι και φαγητό των στρατιωτών για τρεις μέρες και δύο κανάτια νερό, επίσης επειδή είχα πολύ καπνό που είχα αγοράσει για τον αδελφό μου τον Γιώργη που ήταν στρατιώτης και τσιγαρόχαρτα, κανόνισα καπνό για τρία τσιγάρα την ημέρα στον καθένα. Επειδή εγώ δεν φουμάρω ήταν δύσκολο να υπολογίσω την ποσότητα για αυτό και έβαζα και λίγο παραπάνω. Τα τύλιξα με χαρτάκια ξεχωριστά για τον καθένα. Από το μυαλό μου περνούσαν περίεργες σκέψεις. Προσευχήθηκα στον Θεό να με βοηθήσει, όσο τροπάρια ήξερα τα είπα όλα. Ξαφνικά είδα ένα φως ανοιχτά, όχι πολύ δυνατό.

Σκέφτηκα το υποβρύχιο πρέπει να είναι, και αν είναι καμιά Γερμανική τορπιλάκατος που περιπολούσαν την νύχτα; Έκανα το σταυρό μου και περίμενα. Σήκωσα πάλι όλο το πανί για να με δουν γιατί εγώ δεν είχαν φώτα. Μετά λοιπόν δεν ξέρω πόση ώρα ορτσαρισμένος στο Βοριά χωρίς σχεδόν να το καταλάβω άρχισαν να ανεβαίνουν βουβοί κάτι άντρες θεριά στην κουβέρτα του τρεχαντηριού εξοπλισμένοι. Ο ένας ήρθε κοντά μου στο τιμόνι, οι άλλοι ξάπλωσαν στην κουβέρτα, ίσως για να μην φαίνονται. Οταν ανέβηκαν όλοι, μου έκανε νόημα αυτός που ήτανκοντά μου να φύγουμε. Αυτός πρέπει να ήξερε απο πανιά γιατί με βοηθούσε, μάλλον πρέπει να ήταν ο αρχηγός τους. Γύρισα το καίκι και προσπαθούσανα τον Αη-Γιάννη το Θαλασσινό να ασπρίζει και να βάλω πλώρη για εκεί. Ακριβώς απο κάτω ήταν ο Κάθαρος.

Πράγματι τον διέκρινα και έκανα το Σταυρό μου.
Μετά απο λίγο γιατί δεν ήμουν μακριά πλησίασα και κατέβασα το πανί, μα ήμουν πολύ κοντά στην αμμουδιά. Τότε αθόρυβο, ο άρχηγός έδωσε εντολή και πέσανε όλοι στη θάλασσα και κολυμπώντας έφερναν το καΐκι κοντά στην αμμουδιά χωρίς να πάθει ζημιά. Οταν η πλωρη ακούμπησε στην άμμο κρατούσαν το καίκι μισό απο την μια, μισό απο την άλλη με την πρύμη ανοικτά, πρέπει να ήξεραν απο θάλασσα. Ο αρχηγός με χτύπησε στονώμο και με τράβηξε να φύγουμε. Του έδωσα το φαγητό και το νερό που είχα μαζί μου και αυτός με την σειρά του το έδωσε σε ένα στρατιώτη και με νο΄ματα του είπε να το πάει έξω. Επεσε και ο αρχηγός τότε στην θάλασσα, με πήρε στονώμο του για να μην βραχώ και με έβγαλε έξω στην στεριά. Κάποια στιγμή αισθάνθηκαν περήφανος που αυτοί οι άνθρωποι, ξένοι, αν και δεν ήμουν σίγουρος ότι ήταν ξένοι, ποτέ δεν τους άκουσα ναμιλήσουν όλο με νοήματα, καταλαβαίνοντας τις υπηρεσίες που τους προσέφερα δεν με άφησαν να βραχώ. Πήγαν τον αρχηγό στα χαλάσματα του Κάθαρου, άναψε ένα μικρό φακό και είδε που θα μείνουν. Φάνηκε ευχαριστημένος, με χαιρέτησε, είχε κάτι χερούκλες σαν μέγγενη. Όλοι τους υπολόγισα δεν πρέπει να ήταν πάνω απο 25-30 χρονών, σχεδόν στην ηλικία μου. Με μεγάλη ταλαιπωρία καικούραση έφθασα κι έδεσα στο ρεμέντζο όπως όπως.

Ηξερα ότι το πρωί θα πήγαιναν οι άνθρωποι να το ρεμεντζάρουν καλά. Φοβόμουν και μην υποψιαστούν. Με μεγάλη αγωνία έφθασα στο σπίτι μου. Βρήκα την γυναίκα μου φοβισμένη. Καθόταν σε μια γωνία του καναπέ με τον μωρό αγκαλιά και έτρεμε σαν το ψάρι. Την καθησύχασα, βάλαμε το μωρό στην κούνια του και πέσαμε για ύπνο. Εγώ βεβαια κοιμήθηκα αμέσως. Με ξύπνησαν οι ομιλίες των ανθρώπων του καίκιου. Βεβαια ήμουν ταλαιπωρημένος και το πρόσεξαν αλλά το απέδωσαν στην αρρώστια. Περίμεναν να τους δώσει η γυναίκα μου λίγα τρόφιμα και κρυφά χωρίς να φαίνονται να τα πάνε σπίτι τους. Αυτή τη φορά οι ποσότητες ήταν μεγαλύτερες όπως παρατήρησα, φαίνεται ήταν απο την χαρά της που γύρισα σώος. Η μέρα δεν περνούσε μέσα στο σπίτι, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, μόνο κακές σκέψεις έκανα. Κατά το μεσημέρι η γυναίκα μου βγήκε να σκουπίσει έξω απο την εξώπορτα τα χώματα που έιχαν μαζευτεί απο τον αέρα. Μετά έρχεται και μου φέρνει ένα χαρτί κίτρινο σαν το κερί. Μου λεει αυτό το χαρτί ήταν σε μια πέτρα έξω απο την πόρτα. Το ανοίγω και το διαβάζω "Δεν θα ζήσετε μόνο εσείς! τα ξέρουμε όλα και θα τα καταγγείλουμε στους Γερμανούς".

Με ζώσανε τα φίδια, το παράπονο και η αγανάκτηση. Σκέφτηκα Θέε μου γιατί με βασανίζεις, ποιός μου ζήτησε και δεν τον βοήθησα, πόσοι πλούσιοι του χωριού δεν μου έφεραν χρυσό σε νομίσματα, σκεύη ασημένια και χρυσά, περιουσίες ολόκληρες για δυο πατάτες ή για δυο οκάδες παστές σαρδέλες ή ψαρόλια (ψάρια ξερά) και δεν δέχτηκα τίποτα απολύτως. Πόσες οικογένειες δεν βοήθησα εγώ και η γυναίκα μου, τις πιο πολλές φορές χωρίς να το ξέρω. Δεν έπαιρνα τίποτα, ποτε τίποτα και τους έδινα αυτό που είχα και μπορούσα να δώσω χωρίς αντάλλαγμα.

Αντάλλαγμα έπαιρνα μόνο από όποιον είχε τρόφιμα για αντάλλαγή. το μόνο που έχω ενθύμιο απο την Κατοχή και το πήρα μετά από μεγάλη πίεση είναι μια φοντανιέρα μαλαματοκαπνισμένη. Λυπούμαι που δεν μπορώ να αναφέρω το όνομα αυτού που μου την έδωσε. Μακαριστός τώρα, απο τους πιο πλούσιους του χωριού. Ο οποίος τις καλές εποχές δεν δεχόταν καλημερα να πει. Απο την άλλη σκέφτηκα μήπως με πήραν χάμπάρι με τους κομάντος και με εκβιάζουν.
Οι τρεις πρώτε μέρες πέρασαν αργά και βασανιστικά. Ετοιμάσαμε με την γυναίκα μου τα φαγητά, το νερό και τον καπνό με τα τσιγαρόχαρτα και απο το δρόμο που είχα διαλέξει τα πήγα. Πλησιάζοντας διέκρινα δυο σκοπούς στο ύψωμα μάλλον δικούς του αλλά όλο και είχα το φόβο μήπως και είναι Γερμανός. Με προσοχή κατέβηκα στο Κάθαρο. Με πλησίασε κάποιος, ο αρχηγός τους πρέπει να ήταν και πηρε τα τρόφιμα. Του εξήγησα με νοήματα ότι είδα τους σκοπούς οπότε έγινε θηριο ανήμερο, τότε τον άκουσα να μιλάει σε ξένη γλώσσα, πρώτη φορά, πρεπει να τους έβριζε. Με ευχαριστησε με νοήματα μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελαν κανενα τσιγάρο παραπάνω, του είπα "no problema", επίσης του ειπα και του έδειξα με τα δάκτυλα μου "topo tre jorni" έδειξε πως κατάλαβε. Με φίλησε, μου ανέβασαν τα άδεια σταμνιά απάνω στο ίσιωμα και έφυγα για το σπίτι μου χωρίς πρόβλημα. Ο καιρός περνούσε χωρίς τίποτα το ξεχωριστό.

Η πεινα χιεροτερευε, η βοήθεια που έδινε περιορίστηκε. Η στεναχώρια μου μεγάλωνε. Αρχισε και έλλειψη σε καυσόξυλα καιότι πόρτες και παράθυρα υπήρχαν σε παλιά σπίτια τις έβγαζαν για να τις κάψουν. Δεν μου έκανε όρεξη όχι μόνο να φάω αλλά ούτε να ξυριστώ. Είχα γίνει σαν παπάς. Μόνο με την γκρίνια της γυναίκας μου ότι δεν πρέπει να με βλέπει έτσι το μωρό γιατί μπορεί να στεναχωριέται, ξυρίστηκα. Αφου πέρασαν αρκετές μέρες σκέφτηκα να πάω να ανοίξω το μαγαζί μου μήπως μάθω και τίποτα.


Το κρυο ήταν τσουχτερό, πολυς αέρας. Αρχισα να υποψιάζομαι τους πάντες όποιον έβλεπα. Οταν άνοιξα το μαγαζί πολλοί ήρθαν να με δουν και με ρώτησαν πως και δεν έκαναν κανένα ταξίδι. Τους είπα για την αρρώστει αμου, ψευτόβηχα κιόλας, αλλά τους είπα πως ο πυρετός με είχε μαινάρι και δεν αισθανόμουν τα κουράγια μου για ταξίδι. Αφου έμεινα μόνος και προσπαθούσα να συμμαζέψω λίγο, μπαίνει ένας άντρας με τραγιάσκα γύρω στα πενήντα με καλημερίζει και μου λεει: "με γνωρίζεις; με θυμάσαι;". Του απαντώ "όχι". Μου εξήγησε με δύο λόγια και μου λεει "η πατρίδα σου στέλενει μήνυμα να πας απόψε νατους πάρεις και την ίδια ώρα να τους πας στο ίδιο που τους πήρες, θα περάσει υποβρύχιο να τους πάρει. Καλή τυχη και ο Θεός μαζί σου" και εφυγε. Εκλεισα γρήγορα το μαγαζί και γύρισα σπίτι.

Οποιον έβλεπα στο δρόμο, έλεγα πως δεν αισθάνομαι καλά και γυρίζω σπίτι. Την κανονική ώρα πάλι βρισκόμουν με το τρεχαντήρι ανοιχτά του Κάθαρου. Σκεπτόμουν πως να τους ειδοποιήσω. Σκοτάδι πίσσα, συννεφιά και ψιλοέβρεχε, μάλλον στούπιζε. Μαγκάρισα το πανί, όσι με έπαιρνε και πλησίαζα στην αμμουδιά. Είχα μαζί μου ένα φακό που έφεγγε σαν κολοφωτιά. Τον άναψα πάντα με τον φόβο μη δεν δει κανενα μάτι. Φουντάρισα την αγκυρα απο πρυμα για να κρατηθώ μην κοπανίσω στα ρηχά και κατέβασα το πανί. Δεν τα κατάφερα και με διπλάρωσε ο καιρός. Εκει που σκεφτόμουν φοβισμένος την επόμενη κίνηση σαν να είδα κάτι σκιές, ήταν αυτοί. Στα γρήγορα, με όλο τον εξοπλισμό, ανέβηκαν στο τρεχαντήρι. Με νοήματα ο αρχηγός τους, τους έβαλε να ξαπλώσουν στην κουβέρτα, αυτός ο ίδιος με βοήθησε με το πανί.

Ανοιχτήκαμε για πολυ τούτη τη φορά, ίσως κάτι ήξερε. Υπολόγιζα ότι περίπου είμαστε το ένα τρίτο απόσταση απο Νιό.Κατεβάσαμε το πανί και περιμέναμε. Δεν πε΄ρασε πολυ ώρα, φάνηκε πολυ κοντά μας ένα δειλό φς που αναβόσβηνε. Πρέπει να ήταν το υποβρύχιο. Ο αρχηγός τους σκούντησε τον πιο κοντινό του και αυτός τους άλλους. Στα γρήγορα με χαιρέτησαν και ένας ένας έπεφτε στη θάλασσα. Ο αρχηγός τους με φίλησε μου έσφιξε το χέρι και εφυγε, έμεινα μόνος μου. Ανοιξα ότι πανιά είχα και προχώρησα προς το ρεμέτζο. Εδεσα όπως όπως πάλι και γύρισα σπίτι μου.

Η γυναίκα μου με περίμενε όπως πάντα. Την φίλησα και της είπα "Δόξα το Θεό γυναικα τα καταφέραμε. Ας πάμε στην ευχή του Θεού τα παιδιά γιατί παιδίά πρέπει να ήταν". Το πρωί που θα ερχόντουσαν οι άνθρωποι του καίκιου έπρεπε να φανώ καλά για να ετοιμαζόμαστε για το ταξίδι. Οι κουμπανιές είχανε ελαττωθεί για τα καλά. Εγώ στους ανθρώπους του καικιόυ όλες αυτές τις μέρες, τους εδινα το φαί τους το καθημερινό σαν να ταξιδεύαμε και η Ειρήνη φαί για το σπίτι τους. Είχαν μεγάλη χαρά τα πρόσωπά τους όταν η Ειρήνη τους εδινε καπνό με τσιγαρόχαρτα, πέντε ο καθένας όχι παραπάνω. Με έτρωγε η αγωνία να πάω στο Κάθαρο ν δω αν είναι όλα εντάξει μήπως άφησαν τίποτα ή μήπως τους έπεσε τίποτα καθώς πηδούσαν στη θάλασσα, σκοτάδι ήταν. Λίγο μετά που έφεξε ήρθαν οι άνθρωποι του καικιού. Τους είπα ότι αυριο φεύγουμε για Φολέγανδρο που έμαθα ότι έχουν πατάτες και ο βοσκός πρεπει να έχει τυρί.

Τους ζήτησα να ετοιμασουν το καίκι γιατί είχα πλέον γίνει καλά. Πήγα στο Κάθαρο τα βρήκα όλα εντάξει και επέστρεψα σπίτι μου. Πήρα άδεια αποχώρησης απο την κομαντατούρα και γύρισα πάλι σπίτι. Συνέχισα τα ταξίδια μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος."

Πέρασαν τα χρόνια, πολλά χρόνια. Ο μαστρο-Γιάννης χωρίς το τρεχαντήρι του αναχώρησε για το μεγάλο χωρίς επιστροφή ταξίδι. Πάντα είχε το παράπονο και έλεγε: "βρε παιδί μου η πατρίδα με ξέχασε, ούτε ένα μιρκό χαρτάκι δεν μου έστειλε ποτέ με μια μόνο λέξη, ευχαριστώ" και συνέχιζε "αμ οι άλλοι; κανείς τους δεν ήλθε να με δει, θα μου πεις ούτε θα με αναγνώριζαν, ούτε ήξεραν πως με λένε, αλλά άμα ήθελαν θα με εύρισκαν, ότι θέλει ο άνθρωπος κάνει". Βλεποντας το κενό και έλεγε "αλλά και πάλι που να ξέρεις, πόλεμο είχαμε, μπορεί να μην έζησε και κανένας".
Φίλτατε καπετάν-Γιάννη, αγαπητέ μαστρο-Γιάννη, σεβαστέ μου πατέρα. Ο Θεός όπως μου έλεγες ποτέ δεν ξεχνά να γράψει στο μεγάλο βιβλίο του στην δεξιά μεριά τις πράξεις αφανών ανθρώπων και τους ανταμοίβει στο βασίλειο του. Μνημόσυνο στον πατέρα μου γράφω την προσευχή που έλεγε σε κάθε του δυσκολία "Τον Σταυρό σου Χριστέ προσκυνούμε και την Αγία σου Ανάσταση υμνούμε και δοξάζουμε".

Η ιστορία διαδραματίστηκε στην Απάνω Μεριά (Οία), χωριό της Σαντορίνης.

Αρναούτης: παλιός ναυτικός σε ιστιοφόρα, δεν ξέρω αν είναι ονομασία αυτή ή παρατσούκλι.
Μαγκάρω το πανί: περιορίζω την επιφάνεια του πανιού.
Αγιος Νικόλαος ο Περαματάρης: Μικρή ηφαιστειακή βραχονησίδα με ένα εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Απέχει μικρή απόσταση απο το νησί. Υπαρχει μικρό στενό θάλασσιο πέρασμα, έξου και Περαματάρης.
Διαπόρι: Στένο πέρασμα θάλασσας
Κάθαρος: Λοιμοκαθαρτήριο Οίας κάποιας εποχής.
Ρεμέτζο: Το μερος που δένει το πλεούμενο από την πλώρη και μπορεί να γύριζει ανάλογα με το καιρό 360 μοίρες.
Βελόνια τιμονιού: Οι γάτζοι της πρύμνης που κρέμεται στο τιμόνι.