Όποιος δοκιμάσει να πραγματώσει έστω και ένα μικρό κατιτίς απ’ το Ευαγγέλιο καταλαβαίνει πώς δεν είναι ο δρόμος που είναι ακατόρθωτος αλλά πως το ακατόρθωτο είναι ο δρόμος. Αν δηλαδή δοκιμάσει να εκφωνήσει για λογαρισμό ενός φίλου του την αλήθεια ...; θα διαπιστώσει πολύ γρήγορα πώς έχει χάσει τον φίλο που νόμιζε πώς είχε. Τώρα το πώς είναι δυνατόν να μην μπορεί κάποιος ν’ αντέξει ν’ ακούσει την αλήθεια και πώς ένας άλλος να μην μπορεί να κρατηθεί στο να του φωνάξει την αλήθεια σημαίνει ένα και το αυτό πράμα. Πως και οι δύο παραπάνω άνθρωποι δεν μπορούν να χωρέσουν, ή να χωνέψουν άς το πούμε καλύτερα, την Αλήθεια. Για αυτό και ενοχλούνται. Το να ψάχνει λοιπόν κανείς σε κάποιον Άνθιμο και του επικριτές του «ανθρωπιστές» υποστηρικτές -επιλεκτικά πάντοτε- της ανθρώπινης φύσης, την αλήθεια, ισοδυναμεί με πλάνη! Και την πλάνη την καταδίκασε η εκκλησία ορθώτατα και στο πρόσωπο του επισκόπου Αρείου δηλώνοντας έτσι πώς δεν είναι πάντων μέτρο ο άνθρωπος και οι «ευγενείς» επιθυμίες του για Ισχύ ντυμένες με Θρησκευτικό ή Διαφωτιστικό ένδυμα. Ντυμένος ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τον «γυμνό Χριστό». Μόνον ο αυτοεξευτελισμένος μέσα στην αναγνώριση της πλήρους δικής του αδυναμίας και γύμνιας -;πολώνοντας έτσι τις αντιφάσεις- μπορεί να γίνει θεματοφύλακας της Θείας φιλανθρωπίας.
Από ένα τέτοιο «ύψος» λοιπόν το οποίο προϋποθέτει και την κάθοδο στα κατώτερα μέρη της γής-ψυχής «ουκέτι κατακρίνει ο άνθρωπος Ελληνα ή Ιουδαίον ή αμαρτωλόν ή κοσμικόν αλλ’ ο έσω άνθρωπος καθαρώ οφθαλμώ πάντας ορά και χαίρει ο άνθρωπος επ’ όλω τω κόσμω και πάντας θέλειν προσκυνείν και αγαπάν Έλληνας και Ιουδαίους» μας λέγει ο Άγιος Μακάριος.
«Μη αποστρέψης το προσωπόν σου από του παιδός σου ότι θλίβομαι, ταχύ επακούσον μου, πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν»