Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

έφυγε ο Δημήτρης Γκλαβάς

Γράφει η Δέσποινα

Ένα σπουδαίο μυαλό, ένας πολύ καλός άνθρωπος, έφυγε απο κοντά μας πριν απο λίγες ημέρες. Πρόκειται για τον Δημήτρη Γκλαβά, έναν άνθρωπο που πέρα απο την καλοσύνη του χαρακτήρα του, τα αρκετά τελευταία χρόνια ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο περιβάλλον του για τα χιουμοριστικά και σκωπτικά ποιήματα τα οποία έγραφε και διανέμονταν μεταξύ φίλων και γνωστών. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, πρωταγωνιστές αυτών των εμπνευσμένων και καλόγουστων ποιημάτων ήταν πρόσωπα που ασχολούνται με τα "κοινά" του νησιού, οι οποίοι και τα αντιμετώπιζαν με θαυμασμό για τον ευστοχία των παρατηρήσεών του.

Ο Δημήτρης Γκλαβάς ήταν ένας "πολύ διαβασμένος" άνθρωπος και μάλιστα σε ενα ευρύτατο πεδίο γνώσεων, φιλομαθής μέχρι του τέλους, είχε πάντοτε ενα έξυπνο σχόλιο ή μια ιστορία να αφηγηθεί σε σχέση με με οτι συζητιόταν ή έβλεπε. Ακόμη, αυτό που θυμάμαι, είναι η ανάγκη του για δικαιοσύνη και η αυστηρή προσωπική του ηθική. Απόλυτος σε πολλά θέματα δεν ήταν όμως εύκολο να διαφωνήσεις μαζί του εκτός κι αν ήσουν καλά προετοιμασμένος να τον αντιμετωπίσεις, ώστε να μην .. δικαιώσεις τις απόψεις του.
Ένα χαρακτηριστικό του Δημήτρη Γκλαβά είναι οτι νοιαζόταν και εμπιστευόταν τους νέους ανθρώπους, ενω μπορούσε να νιώθει τις αγωνίες και τα αδιέξοδά τους.

Αυτό που σκέφτομαι τούτη την ώρα, κι ενδεχομένως να μην είναι και ο πλέον κατάλληλος επίλογος είναι πως,
κάποια μέρη, χωρίς την παρουσία κάποιων ανθρώπων, μοιάζουν άδεια. Λείπουν δηλαδή η ματιά και ο τρόπος που αντιμετώπιζαν, κι αυτό που είχαν να πουν, για τα πράγματα.
Νομίζω οτι η Σαντορίνη είχε, κι έχει, τον ποιητή της, τον δικό της Γεώργιο Σουρή.
Γι αυτόν, πολύ εύστοχα κι απο πολύ καλές πένες, έχουν γραφτεί φράσεις που θεωρώ οτι αξίζει να συνδεθούν με την μνήμη του Δημήτρη Γκλαβά, μιας και ο τρόπος που "έβλεπαν" τα πράγματα παρουσιάζει πολλές ομοιότητες.

".......ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, και ένας από τους μεγαλύτερους σατιρικούς ποιητές της νεώτερης Ελλάδας. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε και ως «ο σύγχρονος Αριστοφάνης». Ένας σοφός πανεπιστήμονας, που μας άφησε ένα μεγάλο έργο, τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, και ένας έξοχος τεχνίτης του λόγου, με τέλεια αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου, με άψογες φαρμακερές και συνάμα λυτρωτικές ομοιοκαταληξίες..."

"....Χαρά να σε παίρνει ο Σουρής και να σε πηγαίνει από τον Εμπεδοκλή στον Δημόκριτο, κι από τον Θαλή στον Ηράκλειτο, από τον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα στον Επίκουρο, από τον Αδάμ και την Εύα, στον Ιωσήφ, στον Μωυσή και στους Χαλδαίους, από τον Βούδα και τον Προμηθέα, στον Αριστοφάνη, στον Σαίξπηρ, στον Σοπενχάουερ, στον Διογένη. Χαρά να φέρνει στην Αθήνα τον Δον Ζουάν, να τον ανυψώνει και να τον καταποντίζει, μαζί με τους θαυμαστές και τις θαυμάστριές του, μαζί με κέρατα και γαλόνια, ο πικρόγλωσσος και στο βάθος πονόψυχος Γεώργιος Σουρής.
Χαρά να φτάνεις στα μικρότερα ποιήματά του, όπου δεσποτάδες και παπαδιές, αξιωματικοί και κοκότες, βουλευτές και καλόγριες, κι ακόμα αυτός ο ίδιος ο ποιητής, σατιρίζονται, ήτοι φανερώνουν τον σάτυρο που κρύβουν μέσα τους, ή που τον έχουν θυσιάσει χάριν της ματαιοδοξίας, της φιλαργυρίας, των αξιωμάτων, της επίδειξης, της βλακείας. Άλλοτε ως Φασουλής και Περικλέτος, ο Σουρής, άλλοτε ως Μεφιστοφελής, μ’ εξαίσιους στίχους, ξαναφτιάχνει την ιστορία της ανθρωπότητας, μπάζοντας μέσα της το αρχέγονο πνεύμα του χάους. Γελώντας. Μιλώντας με θάρρος για όσα καλώς γνωρίζει, αλλά μένοντας πάντα, όπως αρμόζει στην ύψιστη σοφία, αγνωστικιστής για όσα δεν γνωρίζει..."




Ένα κείμενο που έγραψε για τον μπαμπά της, μας κάνει την μεγάλη τιμή να μοιραστεί μαζί μας, η κόρη του Δημήτρη Γκλαβά, Μάντυ Γκλαβά.

Κι επειδή η "εισαγωγή" μοιάζει απαραίτητη, στο κείμενό της η κ. Γκλαβά αναφέρεται στους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του πατέρα της, στα αναγνώσματά του, στις πεποιθήσεις του αλλά και στο δύσκολο τέλος.

Την Τετάρτη 22 Δεκέμβρη 2010 στις 8:20 το πρωί, έφυγε ήσυχα από κοντά μας ο πατέρας μου Δημήτριος Γκλαβάς του Δημητρίου. Είχε γεννηθεί στη Ζάκυνθο και είχε μείνει ορφανός από πατέρα σε βρεφική ηλικία. Έζησε στην Αθήνα όπου τελείωσε το γυμνάσιο και την τεχνική σχολή του Ο.Τ.Ε. στον οποίο και εργάστηκε μέχρι τη συνταξιοδότησή του με εργατικότητα και ήθος. Παντρεύτηκε τη Σούλα το γένος Χρυσού από τον Πύργο και έκανε δύο παιδιά τη Μάντυ και το Διονύση. Από τη συνταξιοδότηση του και μετά έζησε στη Σαντορίνη για να είναι κοντά στα παιδιά του και τον εγγονό του. Του άρεσε να απασχολείται σε ένα μικρό χωραφάκι στον Προφήτη, να φυτεύει ντοματάκια και να μαζεύει κάπαρη.

Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, καλός σύζυγος, άψογος πατέρας και τέλειος παππούς. Σαν άνθρωπος πάντα γελούσε και αγαπούσε όλο τον κόσμο. Δεν του άρεσε να βγαίνει, να πίνει ή να καπνίζει. Από μικρό παιδί διάβαζε πολύ και είχε ιδιαίτερη έφεση στην ιστορία. Καθώς είχε εξαιρετική μνήμη θυμόταν γεγονότα, ονόματα και ημερομηνίες σαν ένα ζωντανό βιβλίο. Συχνά, όταν άρχιζε διηγήσεις για μεγάλα ιστορικά γεγονότα όπως τη Μάχη του Μαραθώνα, το Μ. Ναπολέοντα, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κλπ, ξεχνούσε να σταματήσει. Θαύμαζε τους Αρχαίους Έλληνες, αλλά και άλλους σοφούς, τους «Μεγάλους Μύστες» όπως τους έλεγε, από άλλες θρησκείες και άλλους πολιτισμούς. Απ’ ότι μας είχε πει, όταν ήταν μικρό παιδί, μια πλούσια Ζακυνθινιά κυρία η «Λομβάρδαινα» για την οποία εργάζονταν τα μεγαλύτερα αδέλφια του, τον φρόντιζε και τον άφηνε να τριγυρίζει στο σπίτι της. Εκεί είχε βρει μια πλούσια βιβλιοθήκη όπου περνούσε τις ώρες του. Ακόμα, ήταν θαυμαστής του Λιαντίνη και είχε διαβάσει όλα του τα βιβλία.
Σαν γνήσιος Ζακυνθινός αγαπούσε την ποίηση και εκφραζόταν κι ο ίδιος από ανέκαθεν με τετράστιχα, με τα οποία σατίριζε τα κακώς κείμενα ή απλώς πείραζε φίλους, συναδέλφους και γνωστούς. Παρ’ όλο που είχε γράψει πάρα πολλά ποιήματα, τα θυμόταν όλα ανεξαιρέτως απέξω και μπορούσε να ανασύρει από τη μνήμη του και απαγγείλει ευθύς αμέσως, όποιο κι αν του το ζητούσαν. Είχε παντού πολλούς φίλους και ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τους αγαπούσε. Όλοι περίμεναν με χαρά κάποιο καινούριο του ποίημα και πολλοί τα μάζευαν και τα αρχειοθετούσαν. Εμείς, η οικογένειά του ήμασταν πιο αυστηροί κριτές και δεν του δίναμε συχνά αυτή τη χαρά. Μας ενοχλούσε η εμμονή του να καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της επίσημης Εκκλησίας και πολλές φορές τον μαλώναμε γι αυτό. Κάποια στιγμή, όπως θα ήθελε και ο ίδιος, ελπίζω να μπορέσουμε να τα εκδώσουμε.
Τα τελευταία χρόνια έκανε αιμοκάθαρση, καθώς έπασχε από νεφρική ανεπάρκεια. Περίμενε με αγωνία να ξεκινήσει τη λειτουργία του το Santorini Renal ώστε να βρίσκεται κοντά μας και του οποίου η λειτουργία καθυστέρησε πάρα πολύ καιρό για διαφόρους λόγους. Τον Αύγουστο, ήταν από τους πρώτους που ξεκίνησαν εκεί αιμοκάθαρση και απ’ ότι μας έλεγε, ήταν πιο σύγχρονο από την Αθήνα, ενώ το προσωπικό του ήταν άψογα καταρτισμένο και φιλικό και το χάρηκε και τον χαρήκαμε κι εμείς για τουλάχιστον 3 μήνες . Στις αρχές Νοέμβρη μεταφέρθηκε στην Αθήνα καθώς είχε κάποιες μικροενοχλήσεις. Μετά από 21 μέρες νοσηλείας στον Ευαγγελισμό – όπου δεν του είχαν διαγνώσει κάτι ιδιαίτερο – και αφού τον υπέβαλλαν κάθε μέρα σε εξονυχιστικές εξετάσεις, έπαθε ανακοπή την ώρα της αιμοκάθαρσης. Αν και μία ολόκληρη εβδομάδα παρέμεινε στην εντατική όπου δεν μας είχαν δώσει πολλές ελπίδες, μετά συνήλθε και το μυαλό του ξεκαθάρισε πλήρως μετά από μία εβδομάδα νοσηλείας στο δωμάτιο. Συνέχεια γελούσε, ήταν καλοδιάθετος, πείραζε τις νοσηλεύτριες, αστειευόταν, και φυσικά απήγγειλε ποιήματα. Δυστυχώς όμως, ο οργανισμός του ή η θέλησή του είχαν εξασθενήσει, και δεν καταφέραμε να τον κάνουμε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Έτσι, από την κατάκλιση, η πνευμονία που παρουσίασε μετά την εντατική και η οποία είχε αντιμετωπισθεί επιτυχώς στην αρχή με αντιβίωση υποτροπίασε κι έτσι έφυγε ήσυχα κι αθόρυβα στον ύπνο του. Όπως φαντάζομαι συμβαίνει σε όλους όσους χάνουν κάποιον άνθρωπο, η απώλειά του για την οικογένειά του είναι ιδιαίτερα οδυνηρή. Θα τον θυμόμαστε πάντα με απέραντη αγάπη που ελπίζουμε να την απολάμβανε όσο ήταν κοντά μας και ξέρουμε ότι με αγάπη θα τον θυμόνται πάντα και όσοι τον είχαν γνωρίσει.
Επειδή τα πάντα τα αντιμετώπιζε με χιούμορ και ποτέ σοβαρά θα του αφιερώσουμε δύο ποιήματα. Ένα δικό του, που το έγραψε το 1967 όταν πρωτοήρθε στην πατρίδα της γυναίκας του, τη Σαντορίνη και ένα του Κώστα Βάρναλη, που του άρεσε πολύ και που το απήγγειλε στον Ευαγγελισμό όταν του το ζήτησα, αμέσως όταν βγήκε από την εντατική, μπροστά στους έκπληκτους γιατρούς και νοσοκόμες:
(Σπέης, Κοκκαλιάς, Κελεπούρης, Τσερκέζης, Μελάς, Μάλλιος κλπ κλπ)

Πρωτοχρονιάτικο

Σαράντα σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.
Σαράντα λύκοι με προβιά (γι αυτούς χτυπά η καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι επά ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.
Οξ ο κοσμάκης φώναζε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες
κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν τα παράθυρα και κράξαν: «Είστε αθέοι».

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

(πάντα ευαίσθητος, στο σημείο που λέει «παιδάκια και μητέρες, η φωνή του λύγιζε και πάντα δάκρυζε)


Η γνωριμία με τη Σαντορίνη

Όνειρο κάμποσων ετών, θα σας ομολογήσω,
σήμερα έχω την τιμή να πραγματοποιήσω.
Να επισκεφτώ τον τόπο σας, που πιο ‘μορφο δεν είδα
τη Σαντορίνη σύγχρονα κι αρχαία Ατλαντίδα.

Η ιστορία του νησιού, μου έχει γίνει κτήμα
σε όλη την πορεία της στο κάθε της το βήμα
κι ας πω ΘηραΪκέ Λαέ, γενναίε και μεγάλε,
οι ένδοξοι προγόνοι σου, τι ήτανε το πάλαι.

Πριν τη χρονολογία μας την Πέμπτη χιλιετία
στο Ακρωτήρι οργάνωσαν την πρώτη πολιτεία
που πήρε ο εγκέλαδος στης θάλασσας τον πάτο
και ίχνη τώρα φαίνονται χάρις στο Μαρινάτο.

Καλλίστη λέγαν το νησί στους προ Χριστού αιώνες
του πρώιμου πολιτισμού έδεσε τους κανόνες
Απ’ το Λακεδαιμόνιο που θα την αποικίσει
με Θήρα, νέο όνομα, στη δόξα θα βαδίσει.

Απόγονοι των Σπαρτιατών, τέχνες πολλές γνωρίζουν
και χτίζουν θόλους που γεροί σεισμοί δεν τους γκρεμίζουν.
Βρέθηκαν χάλκινα, χρυσά και πέτρινα εργαλεία,
που μαρτυράνε του νησιού τ’ αρχαία μεγαλεία.

Η Θήρα υπήρξε ναυτική βάση των Πτολεμαίων
κι είχε Μαντείο ξακουστό το «Έπος των Θηραίων»
Οι Ενετοί την πάτησαν, την είπαν Σαντορίνη
και από τότε τ’ όνομα αυτό της έχει μείνει.

Ο τόπος σήμερα γνωστός για την καλή του φάβα
ντομάτα και γλυκό κρασί από ηφαιστείου λάβα,
μέσα στα τόσα του καλά καταχωρώ κι ετούτο
παράγει και φραγκόσυκα, το πιο ωραίο φρούτο.

Εδώ, που είμαστε ψηλά, στον καθαρό αέρα,
πάνω στα όμορφα Φηρά και κάνουμε βεγγέρα,
ξεχνάς των τρένων τη βοή, των αμαξιών το κλάξον
και να φωνάξεις σούρχεται, ντέλαξον ντε, ντέ λάξον !!!

Δημήτριος Γκλαβάς
(20/7/1967)