Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Κρητικοί έποικοι στη Νάξο


Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τα στρατεύματα της Δ΄ Σταυροφορίας (1204) η Νάξος, όπως και η Κρήτη, περιήλθε στην κυριαρχία των Βενετών, όχι όμως ως τμήμα της επικράτειας της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, αλλά ως πρωτεύουσα του Δουκάτου του Αιγαίου (1207-1566), ενός ανεξάρτητου κρατιδίου, υπό τη διακυβέρνηση Βενετών και άλλων Βορειοϊταλών αυθεντών και την έως ένα βαθμό κηδεμονία της Βενετίας.

Γράφει ο Θανάσης Δ. Κωτσάκης, ιστορικός

Έτσι αναπτύχθηκαν οι προϋποθέσεις για στενές σχέσεις, εμπορικές και πολιτισμικές, μεταξύ των δύο νησιών.
Το 1212/1213 ο πρώτος δούκας της Νάξου, Μάρκος Σανούδος, κάλεσε 20 αρχοντόπουλα από επιφανείς ελληνικές οικογένειες της μεγαλονήσου να εγκατασταθούν στην επικράτειά του[1]. Επίσης, κατά τη Βενετοκρατία φέρεται να εγκαταστάθηκαν μαζικά Κρητικοί έποικοι στην Χώρα Νάξου, ιδρύοντας τον συνοικισμό του Νιό–Χωριού[2], καθώς και τον ναό της Αγίας Παρασκευής[3]. Λέγεται μάλιστα ότι εκεί κατά τη διάρκεια μίας τουρκικής επιδρομής (15ος αι.) 400 ένοπλοι Κρητικοί υπό τον π. Εμμανουήλ Ζουδιανάκη προέβαλαν σθεναρή αντίσταση και απέκρουσαν τους εχθρούς[4]. Κρητικοί έποικοι συνέχιζαν να εγκαθίστανται στην Χώρα της Νάξου και κατά τους επόμενους αιώνες. Επί παραδείγματι, το 1758 μαρτυρείται η ύπαρξη Κρητικών στον Μπούργο της Χώρας Νάξου, κάποιοι εκ των οποίων ξυλοκόπησαν άγρια Εβραίους εποίκους κατά τη διάρκεια διακοινοτικών ταραχών[5].
Πολλά έχουν ακουστεί (κυρίως προφορικές παραδόσεις) για εποικισμούς Κρητικών στη Νάξο μετά την πτώση του Χάνδακα (1669) και ιδίως μετά την αποτυχημένη Επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1770-1771)[6], όμως αυτά δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν στο σύνολό τους. Στις παραμονές πάντως της Ελληνικής Επανάστασης μαρτυρείται η ύπαρξη Κρητικών εποίκων (π.χ. ονόματα ανακαινιστών ναών της Χώρας)[7].

Όμως δεν ήταν μόνον γηγενείς Ελληνορθόδοξοι Κρητικοί που μετανάστευσαν στη Νάξο. Βενετοκρητικοί, όπως οι Barozzi από την περιοχή Ρεθύμνης[8] ή από τα Χανιά[9] θεωρείται ότι εγκαταστάθηκαν μετά την κατάλυση του Δουκάτου του Αιγαίου στο νησί[10] (1600), τους οποίους δεν αποκλείεται ν’ ακολούθησαν και κάποιοι Κρητικοί χωρικοί, αν λάβει μάλιστα κανείς υπ’ όψιν του την παράδοση που θέλει τους Βενετούς να οργάνωσαν τον εποικισμό χωριών της ορεινής Νάξου με βοσκούς που μεταφέρθηκαν από αλλού[11]. Κάποιοι θεωρούν επίσης ότι είχε γίνει νωρίτερα εποικισμός με πληθυσμούς από άλλες περιοχές του Αιγαίου (όχι απαραιτήτως από την Κρήτη), που οργάνωσε ο δούκας στην ερημωμένη από τις συνεχείς πειρατικές τουρκικές επιδρομές Νάξο, ιδίως εκείνων του εμίρη του Αϊδινίου, Ουμούρ (μέσα 14ου αιώνα)[12].

Στη Νάξο ήλθαν επιπλέον καθολικοί μοναχοί του τάγματος των Φραγκισκανών από την Κρήτη, που εγκαταστάθηκαν κοντά στο χωριό Αγγίδια (1535), ιδρύοντας τη μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (τω Φραρώ)[13].

Μαζί πάντως με τους Δυτικούς μοναχούς άλλων ταγμάτων έφθασε στη Νάξο και το κρητικό θρησκευτικό θέατρο[14], ενώ ο Ερωτόκριτος φαίνεται ότι ήταν οικείος στους κατοίκους της (ιδίως στους Απεραθίτες, αλλά και στους Φιλωτίτες), όπως και άλλα έργα της κρητικής λογοτεχνίας (Η θυσία του Αβραάμ, Βοσκοπούλα, Ερωφίλη)[15]. Επίσης, Κρητικοί ζωγράφοι έφθασαν στη Νάξο για να αγιογραφήσουν ναούς από τον ύστερο Μεσαίωνα έως και τον 19ο αιώνα (π.χ. Άγγελος ο Κρης, Βίκτωρ, Νικηφόρος, Εμμ. Παπαδάκης)[16].

Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσης πολυάριθμοι Κρητικοί πρόσφυγες αναζήτησαν καταφύγιο στη Νάξο, διενεργώντας ανάμεσα στα άλλα πειρατικές επιδρομές και λεηλασίες[17], κάτι που συνεχίστηκε και κατά τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους. Πολλοί όμως από αυτούς επέστρεψαν τελικά στη μεγαλόνησο[18]. Ανάμεσα στους Κρητικούς εποίκους της μετεπαναστατικής Νάξου εντοπίζονται και κάποιοι στο Φιλώτι (π.χ. Παπαδάκης, Παντελάκης, Καλλέργης)[19], ενώ κατά τη διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869) ο Κρητικός ζωγράφος Εμμ. Παπαδάκης αγιογράφησε εικόνες του τέμπλου της Παναγίας της Φιλωτίτισσας. Μαρτυρείται επίσης ότι στα μέσα του 19ου αιώνα η πολιτοφυλακή της Νάξου απαρτιζόταν από Κρητικούς[20].


Παρατηρείται λοιπόν μία σχεδόν αδιάλειπτη παρουσία Κρητικών στη Νάξο από τα πανάρχαια χρόνια έως τις ημέρες μας. Η φοίτηση του Νίκου Καζαντζάκη στην Γαλλική Εμπορική Σχολή Νάξου στο Κάστρο της Χώρας και η εγκατάστασή του για ένα διάστημα στη Γαλλική Εμπορική Σχολή και στο χωριό Εγγαρές στα τέλη του 19ου αιώνα, αποτελεί τη συνέχεια μίας μακραίωνης παράδοσης εγκατάστασης -μόνιμης ή προσωρινής- Κρητικών στη Νάξο.
Στη συνέχεια παρατίθενται αναλυτικότερες πληροφορίες αναφορικά με την ενδεχόμενη κρητική παρουσία ή τις τυχόν κρητικές πολιτισμικές επιδράσεις σε χωριά της ορεινής Νάξου. Σημειώνεται εδώ ότι την άποψη περί κρητικών μεταναστεύσεων στην ορεινή Νάξο, και ιδίως στ’ Απεράθου, δεν τη συμμερίζεται μερίδα της τοπικής κυρίως επιστημονικής κοινότητας, η οποία θεωρεί ότι οι εκεί κρητικοί εποικισμοί ήσαν από ανύπαρκτοι έως ελάχιστοι[21]. Αντιθέτως, διάχυτη είναι η πεποίθηση στα λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα σε κάποια ορεινά χωριά (π.χ. Φιλώτι, Απεράθου), ότι υπάρχει βιολογική συγγένεια με τους Κρητικούς.
Η ύπαρξη πάντως πασίδηλων πολιτισμικών ομοιοτήτων ανάμεσα στους κατοίκους της Νάξου, ιδίως της ορεινής, και σε εκείνους της Κρήτης, ιδίως της κεντρικής και της δυτικής[22], σε συνδυασμό με την έλλειψη γραπτών πηγών (που ούτως ή άλλως πριν τον 16ο αιώνα είναι σπάνιες), προσανατολίζουν ορισμένους ερευνητές στην υπόθεση ότι οι ενδεχόμενοι κρητικοί εποικισμοί ήσαν τμηματικοί, αρχής γενομένης από την προ του 1204 περίοδο, κατά την οποία εικάζεται ότι εγκαταστάθηκαν στο νησί έποικοι προερχόμενοι κυρίως από τη δυτική και την κεντρική Κρήτη[23].

________________________________________
[1] Κατσουρός Κ., «Αναζητώντας το Μάρκο Α` Σανούδο», Φλέα 9 (Ιανουάριος - Μάρτιος 2006), σ. 9-11. Γάσπαρης Χ., «Το Δουκάτο του Αιγαίου και η Κρήτη (13ος – 14ος αιώνας)», στο: Το Δουκάτο του Αιγαίου. Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης (Νάξος – Αθήνα 2007), Αθήνα 2009, σ. 207.
[2] Κεφαλληνιάδης Ν., «Κρητικοί στη Νάξο», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 15 (1994), σ. 108-109.
[3] Ναυπλιώτης–Σαραντηνός Ι., «Παναγία Καρδιώτισσα (Κυριώτισσα). Ιστορικά στοιχεία από την Αγία Παρασκευή Νιο-Χωριού πόλεως Νάξου», στο: Αγαθοεργίη. Τιμητικός τόμος για τον επίσκοπο Κυανέων Χρυσόστομο, Αθήνα 2008, σ. 419-420, 424-427.
[4] Κεφαλληνιάδης Ν., Οι εκκλησίες της Νάξου και οι θρύλοι των, Αθήνα 1980, σ. 96.
[5] Το 1758 Εβραίοι της Νάξου επεχείρησαν να καταλάβουν τον ναό της Αγίας Σοφίας στη Χώρα, όμως ξυλοκοπήθηκαν άγρια από τους Ορθόδοξους, αλλά και από τους Καθολικούς, πρωτοστατούντων κάποιων χειροδυνάμων Κρητικών, των οποίων τα ονόματα είναι τα εξής: Μανούσος Λαδάκης, Σπ. Κατσιφάκης, Μιχ. Σκορδίλης, Αντ. Καπετανάκης, Β. Συγγελάκης, Ευαγ. Μανδαλάκης, Στ. Σγουρός, Αθ. Μηλιωτάκης, Μήτσος Δράκος. Μητροπολίτης Παροναξίας ήταν τότε ο Άνθιμος Βαρδής ο Κρης. Βλ. Κεφαλληνιάδης Ν., Παράξενες ιστορίες στο Αιγαίο (17ος – 20ος αιώνας), Αθήνα 1987, σ. 87-89. Άλλοι, κρητικής προφανώς καταγωγής, κάτοικοι της Χώρας Νάξου κατά τα μέσα του 18ου αιώνα ήταν και οι: Γ. Αφεντάκης, Δημ. Σαμιωτάκης, Ι. Κουλαυτάκης, Ανδρέας Βαρδής και Αντίγονος Παπαδάκης Βλ. Κεφαλληνιάδης, Παράξενες ιστορίες στο Αιγαίο, σ. 84-85.
[6] Ζευγώλης Γ., Έποικοι Κρητικοί στ’ Απεράθου της Νάξου, Αθήνα 1998, σ. 303-307.
[7] Π.χ. Μανούσος Φασκανός, Μανούσος Φραγκουδάκης, Μανούσος Πραουδάκης. Βλ. Κεφαλληνιάδης, Οι εκκλησίες της Νάξου και οι θρύλοι των, σ. 75.
[8] Slot B., «Φιλώτι. Φέουδα και πολιτεία», Φλέα 12 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2006), σ. 10. Οι Barozzi διέθεταν επαύλεις στα χωριά Άγιος Κωνσταντίνος και Αργυρούπολη Ρεθύμνης, όπου βρισκόταν και παρεκκλήσι τους, η Παναγία η Μπαροτσιανή. Βλ. Γκράτζιου Ό., Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, Ηράκλειο 2010, σ. 131, 146-14.
[9] Ναυπλιώτης–Σαραντηνός Ι., «Τα οικόσημα της καθολικής Μητροπόλεως Νάξου», Δελτίον Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρείας 2 (1980), σ. 181.
[10] Οι Barozzi διατηρούσαν πύργους στα χωριά Φιλώτι, Χαλκί, Σαγκρί, Ποταμιά, Κεραμωτή κ.α., καθώς και «φέουδα» στις περιοχές: Αγιασσός, Γιάλη ή Γιαλού, Μεγάλη Βίγλα, Κεχριές, Μέση, Κωμιακή, Κεραμωτή, Φινέλια και Φιλώτι. Βλ. Ζερλέντης Π. «Φεουδαλική πολιτεία εν τη νήσω Νάξω», Ναξιακά 3 (Ιούλιος–Αύγουστος 1985), σ. 20-21.
[11] Σιγάλας Α., «Γλωσσικά ιδιώματα και εποικισμοί της Νάξου», Απεραθίτικα 3 (1990), σ. 488.
[12] Μελισσηνός Γ., Η Νάξος σε απλή γεωγραφική – ιστορική – γεωλογική επισκόπηση, Νάξος 1968, σ. 188.
[13] Hofmann G., «Vescovadi Cattolici della Grecia», Orientalia Christiana Analecta 115, vol. IV, Ρώμη 1938, σ. 18.
[14] Πούχνερ Β., «Η κληρονομιά του κρητικού θεάτρου στη Νάξο (17ος – α΄ μισό του 18ου αιώνα), στο: Πρακτικά του Α΄ Πανελληνίου Συνεδρίου «Η Νάξος δια μέσου των αιώνων», (Φιλώτι 3-6 Σεπτεμβρίου 1992), Αθήνα 1994, σ. 589.
[15] Οικονομίδης Δ., «Τρία έργα της κρητικής λογοτεχνίας εν Απεράθου Νάξου», Ναξιακόν Μέλλον, αρ. φ. 162 (10 Φεβρουαρίου 1954), σ. 5-6. Κεφαλληνιάδης Ν., Ο αφέντης της Αξιάς στον Ερωτόκριτο, Αθήνα 1978, σ. 3-4. Μαστορόπουλος Γ., «Μία ναξιακή εικόνα του ΙΖ' αι. με επιδράσεις από την κρητική ποίηση», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 11 (1979-84), Αθήνα 1990, σ. 527. Ψαρράς Μ., Οι παλιές Απόκριες στο Φιλώτι της Νάξου, Αθήνα 1994, σ. 156. Λεγάκη Μ., «Ο απόηχος του Ερωτόκριτου στ’ Απεράθου της Νάξου», στο: Πρακτικά του Α΄ Πανελληνίου Συνεδρίου με θέμα «Η Νάξος δια μέσου των αιώνων», (Φιλώτι, 3-6 Σεπτεμβρίου 1992), Αθήνα 1994, σ. 992-993. Θανόπουλος Γ., «Δημοτικό τραγούδι και Ερωτόκριτος. Η περίπτωση ενός απεραθίτικου δημοτικού τραγουδιού», στο: Πρακτικά του Α΄ Πανελληνίου Συνεδρίου με θέμα «Η Νάξος δια μέσου των αιώνων», (Φιλώτι, 3-6 Σεπτεμβρίου 1992), Αθήνα 1994, σ. 1008. Ξεφτέρη Μ., «Ο Ερωτόκριτος και ο απόηχός του στην απεραθίτικη ψυχή», Οι Νάξιοι 12 (2006), http://www.xof.gr/lao_images/Arthro4.pdf.
[16] Κεφαλληνιάδης Ν., Παναγία η Φιλωτίτισσα, Αθήνα 1963, σ. 8-9, «Κρητικοί στη Νάξο», σ. 108.
[17] Slot B., «Ταραγμένο Αρχιπέλαγος. Πηγές της ιστορίας της Νάξου», Φλέα 11 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006), σ. 20.
[18] Κεφαλληνιάδης, «Κρητικοί στη Νάξο», σ. 113-114.
[19] Ησαΐας Ι., «Το Δημοτικό Σχολείο Αρρένων στο Φιλώτι Νάξου από το 1838 έως το 1846», Ναξιακά 36 [74] (Μάρτιος – Μάιος 2010), σ. 42-43, http://tofiloti.blogspot.com/2010/10/1838-1846.html.
[20] Μιχαλοπούλου–Κωνσταντοπούλου O., «Από τα Σφακιά στην Απείρανθο Νάξου», http://www.koutouzis.gr/apeiran8os.htm.
[21] Κατσουρός Α., Απεράθου. Ένα χωριό που στιχουργεί (ομιλία του 1974), Αθήνα 1988, σ. 7-10. Κεφαλληνιάδης, «Κρητικοί στη Νάξο», σ. 111-113.
[22] Πέραν της παρόμοιας ψυχοσύνθεσης και νοοτροπίας, των παρεμφερών συνηθειών και κωδίκων συμπεριφοράς, της κοινής συχνής χρήσης του βαπτιστικού «Μανώλης» κ.ά., οι κάτοικοι ορισμένων χωριών της ορεινής Νάξου έχουν παρόμοιο γλωσσικό ιδίωμα με εκείνο χωριών της ορεινής Κρήτης, κυρίως του νομού Ρεθύμνης, αλλά και του νομού Χανίων, κάτι που οφείλεται πιθανότατα είτε σε κρητικούς εποικισμούς είτε στο προϋπάρχον κοινό γλωσσικό υπόστρωμα Κρήτης – Κυκλάδων είτε και στους δύο παραπάνω παράγοντες (Βλ. Κοντοσόπουλος Ν., Διάλεκτοι και ιδιώματα της Νέας Ελληνικής, Αθήνα 2006, σ. 57), σε συνδυασμό προφανώς και με τον κοινό ποιμενικό τρόπο ζωής τους.
[23] Σφυρόερας Β., «Κρητικά επώνυμα εις τας Κυκλάδας», στο: Πεπραγμένα του Β΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τόμ. Δ΄ (1969), σ. 466.


(απόσπασμα από το βιβλίο: «Κρήτη και Νάξος. Απόπειρα αναζήτησης της προέλευσης των κοινών πολιτισμικών στοιχείων μεταξύ Κρήτης και Νάξου με έμφαση στην περίπτωση του Φιλωτίου Νάξου», Αθήνα 2010, σελ. 16-20).

πηγή:kykladesnews.