Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010
Τα μπάνια του λαού
Μια μικρή, ξύλινη σκάλα, ντυμένη με μπλε, ξεθωριασμένα κορδόνια, δίπλα από ένα περιφραγμένο παρτέρι με μισοξεραμένους ήλιους, οδηγεί σε μια παραλία με ψιλό χαλίκι, που δεν ξεπερνάει σε μήκος τα οχτώ μέτρα. Στα αριστερά, βρίσκεται ένα πρατήριο τσιμέντου, ενεργό ακόμη, ενώ στο βάθος περνούν δεκάδες καράβια φορτωμένα με μονόχρωμα κοντέινερ. Στην τσιμεντένια προβλήτα των ελάχιστων τετραγωνικών, κόσμος λιάζεται καθισμένος πάνω σε σκουριασμένους σωλήνες.
Μολονότι, το σκηνικό εκ πρώτης όψεως φαίνεται μίζερο και φλερτάρει με τη μελαγχολία, αν παρατηρήσεις τα πρόσωπα και τις κινήσεις των ανθρώπων, θα διαπιστώσεις ότι είναι ευτυχισμένοι και ανέμελοι. Αστειεύονται μεταξύ τους, παίζουν τάβλι, βάζουν στοιχήματα για το μακρύτερο μακροβούτι, συναγωνίζονται για το ποιος έχει κάνει τα πιο πολλά μπάνια, τσουγκρίζουν τα μπουκάλια με τις μπίρες και τσιμπάνε θαλασσινούς μεζέδες.
Σαββατιάτικο πρωινό στη Δραπετσώνα, γύρω στις 10.00. Πάνω στα βράχια (εξού και το όνομα της παραλίας, Βοτσαλάκια) που τοποθέτησε η χούντα το 1967 για να εμποδίσει τους κατοίκους να κάνουν μπάνιο- τότε, λίγα μέτρα πιο κάτω ήταν η χαβούζα, απ΄ όπου τα πλοία συνέλεγαν τα λύματα- είναι απλωμένες δεκάδες πετσέτες. «Εξαιτίας της κρίσης και τη δυσκολία στη μετακίνηση, οι γείτονες άρχισαν ξανά να εκτιμούν ότι έχουν μια παραλία μπροστά στο σπίτι τους», θα μου πει ο κ. Βασίλης, ο οποίος κολυμπάει στην περιοχή από τις αρχές της δεκαετίας του ΄50.
Και καρέτα καρέτα. Στην αναγέννηση της συνοικιακής παραλίας έχει συμβάλει καθοριστικά ο βιολογικός καθαρισμός της Ψυττάλειας, ο οποίος απέδωσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι χελώνες καρέτα καρέτα (με σταμπαρισμένη ταυτότητα στη ράχη) να μην αποτελούν σπάνιο είδος. Ολόκληρη η ακτογραμμή, από τον κολπίσκο του Περάματος μέχρι το Μικρολίμανο, έχει στην κυριολεξία αναζωογονηθεί. Στις παραλίες, που μέχρι πρότινος επισκέπτονταν μόνο μετανάστες, τώρα εκατοντάδες Ελληνες βρίσκουν το υποκατάστατο των χαμένων καλοκαιρινών διακοπών τους. «Είναι σχεδόν εξωτικό να κάνεις μπάνιο με φόντο τις φρεγάτες του Ναυτικού (στο βάθος βρίσκεται ο Ναύσταθμος της Σαλαμίνας)», θα μου περιγράψει γελώντας ο 20χρονος Στάθης, γέννημα- θρέμμα Περάματος, και θα προσθέσει πως «αφού φέτος δεν μου περίσσεψαν χρήματα, αποφάσισα να έρχομαι εδώ. Κατεβαίνει όλη η γειτονιά με τα ποδήλατα, κανονικές διακοπές, τσάμπα και χωρίς το άγχος ότι θα περάσουν γρήγορα οι μέρες και θα γυρίσεις πίσω».
«Είμαστε τυχεροί». Βέβαια, η περίπτωση του Στάθη δεν είναι μοναδική. Δίπλα από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στο Χατζηκυριάκειο, κάτω από τον δρόμο με τις ψαροταβέρνες, η αμμουδιά μετατρέπεται καθημερινά σε παιδική χαρά. Παιδιά, μέχρι δώδεκα ετών, κατεβαίνουν τρέχοντας από τους κάθετους, απότομα ανηφορικούς δρόμους- με τη φασαριόζικη μανία που κατεβαίνουν οι συμμορίες ανηλίκων από τις φαβέλες- και λαχανιασμένα βουτούν στη θάλασσα. Παίζουν ποδόσφαιρο με πλαστικές μπάλες, ρακέτες, εξερευνούν τον βυθό φορώντας μάσκες και αδιαφορούν για το γεγονός ότι η παραλία δεν βρίσκεται σε νησί. «Ετσι όπως ήρθαν αυτή τη χρονιά τα πράγματα, είμαστε πολύ τυχεροί που έχουμε έστω κι αυτά τα δέκα μέτρα ακτής», θα μου ομολογήσει η κ. Μαρία, σαράντα δύο χρονών και μητέρα δύο αγοριών.
Σε γενικές γραμμές, η οικονομική στενότητα του κόσμου να πάει διακοπές και η παραμονή του στην Αθήνα έχει προσδώσει, κυρίως στις παραθαλάσσιες περιοχές, έναν έντονο νησιώτικο χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, είναι σαν οι πολυκατοικίες να έχουν... πασπαλιστεί με ραστώνη και οι δρόμοι ανάμεσά τους να έχουν μετατραπεί σε στενά σοκάκια, που μυρίζουν αντηλιακό. Στις Τζιτζιφιές, στο Παλαιό Φάληρο, στον Αλιμο, στο Καλαμάκι και στον Αγιο Κοσμά, ο κόσμος αφήνει τα αμάξια του παρκαρισμένα, φοράει το μαγιό του- οι άντρες κυκλοφορούν γυμνοί από τη μέση και πάνω- και τις σαγιονάρες του, βάζει την πετσέτα παραμάσχαλα, κουβαλάει στον ώμο μια τσάντα με τις απαραίτητες προμήθειες και κατηφορίζει στην κοντινότερη ακτή, είτε με τα πόδια είτε με ποδήλατο.
Συνωστισμός. Παραλία Αλίμου, Παρασκευή, λίγο μετά τις 12.00. Επικρατεί συνωστισμός, η βουή του κόσμου μπερδεύεται με τον ήχομόλις που ακούγεται- των τζιτζικιών. Οι δεκάδες πολύχρωμες ομπρέλες κατά μήκος της ακτής σε κάνουν να παραβλέψεις τις πολυκατοικίες από πίσω και σου δίνουν την αίσθηση ότι περπατάς σε κάποιο τουριστικό θέρετρο- έστω και β΄ κατηγορίας.
Παρόμοιο σκηνικό και στην οργανωμένη παραλία του Αγίου Κοσμά, με τη διαφορά βέβαια ότι οι φοίνικες κάνουν πιο... εξωτικό το τοπίο- από εδώ αρχίζει η λεγόμενη «αθηναϊκή Ριβιέρα». Οι λευκές ξαπλώστρες γεμάτες (όσοι έρχονται απευθείας από τη δουλειά συνηθίζουν να κοιμούνται- μην παραξενευτείτε αν δείτε κανένα σακάκι κρεμασμένο κάτω από την ομπρέλα), αμέτρητες πετσέτες απλωμένες στην άμμο, η αναμονή στο μπαρ μεγάλη- «έλα, ούτε στην Πάρο να ΄μασταν», διαμαρτύρεται φωναχτά κάποιος από το τέλος της ουράς-, το καραβάνι των μικροπωλητών πηγαινοερχόταν πάνω- κάτω (πουλάνε από μαγιό και σαγιονάρες, μέχρι πλαστικά ηλιοπροστασίας για το παρμπρίζ του αυτοκινήτου), τα μπαλάκια από τις ρακέτες έπεφταν σαν μετεωρίτες και οι ζαριές από το τάβλι ακούγονταν σαν ομοβροντίες. Η ώρα είχε περάσει. Μπροστά μου, ένα ζευγάρι κοντά στα είκοσι καθόταν αγκαλιασμένο σε μια ξαπλώστρα που είχε σύρει μέχρι το νερό. Ο ουρανός άρχισε να βάφεται πορτοκαλοκόκκινος από τη δύση του ηλίου, το αγόρι και το κορίτσι, εκστασιασμένα από την ομορφιά τραβούσαν φωτογραφίες με τα κινητά τους, για να θυμούνται την ημέρα και να τη νοσταλγούν τον χειμώνα. Οπως ακριβώς θα έκαναν και στις διακοπές τους.
πηγή:Νέα