Ιερομόναχου Ζαχαρία
Κάθε φορά που γιορτάζουμε τη μνήμη της Παναγίας, μας διακατέχει ιερή χαρά και δυναμωμένη ελπίδα και, γεμάτοι από ευγνωμοσύνη και θαυμασμό για τη χάρη Της αναφωνούμε από τα βάθη της καρδιάς μας: «πόθεν μοι τούτο;» και, μιμούμενοι την Ελισάβετ, ευλογούμε την αγία Παρθένο, την αιτία της σωτηρίας μας, τη Μητέρα του Θεού. Ενεργεί σε μας τότε το μυστήριο του πνευματικού νόμου που μας δίδαξε ο μέγας Απόστολος: «και εμείς δεν λάβαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά το Πνεύμα που στέλνει ο Θεός, για να μπορούμε να μάθουμε όσα ετοίμασε ο Θεός για χαρη μας» (Α’ Κορ. β’ 12). Στο δε κέντρο της λογικής λατρείας μας, αμέσως μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος και τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, κράζουμε ευχαρίστως: «Εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου, δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας». Αν και η κάθε επίκληση του ονόματος της Παναγίας γεννά μέσα μας τέτοια χαρά και λυτρωτική παράκληση και αν τέτοια έμπνευση πίστεως και αγάπης Θεού επισκιάζει την Εκκλησία όταν πανηγυρίζει τη δόξα Της, πώς να κατανοήσουμε μια φαινομενική αδιαφορία του Κυρίου προς τη Μητέρα Του, όταν λέγει: «τί εμοί και σοι, γύναι; ούπω ήκει η ώρα μου» (Ίωάν. β’ 4), ή, «τίς έστιν η μήτηρ μου ή οι αδελφοί μου» (Μαρκ. γ’ 33);
Πώς είναι δυνατό να περιφρονήσει τη Μητέρα Του Εκείνος που έδωσε την εντολή: «τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου· και ο κακολογών πατέρα ή μητέρα θανάτω τελευτάτω» (Μαρκ. ζ’ 10);
Πώς είναι δυνατό να παραβεί την ίδια την εντολή Του εκείνος που είπε: «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι» (Λουκ. κα’ 33);
Ακόμα και όταν κρεμόταν πάνω στο σταυρό μέσα σε απερίγραπτη οδύνη και αγωνία για τη σωτηρία του κόσμου και η ζωή Του αιωρείτο μεταξύ του ουρανίου θρόνου του Πατρός του και των καταχθόνιων, η μέριμνά του για την αγία Μητέρα του δεν έσβησε, αλλά με στοργή εμπιστεύθηκε την προστασία της στον αγαπημένο μαθητή του: «ιδού η μήτηρ σου» (Ιωάν. ιθ’ 26). Επομένως ο λόγος του ότι δεν «ήλθε να καταργήσει τον νόμο ή τους προφήτες… αλλά να τον συπληρώσει» (Ματθ. ε’ 17) μένει αληθινός και απαράβατος.
Γιατί όμως οι λόγοι «τίς έστιν η μήτηρ μου ή οι αδελφοί μου»; Για τους κατά το νόμο μόνο αδελφούς του, το καταλαβαίνουμε. «Ουδέ γαρ οι αδελφοί αυτού επίστευον εις αυτόν» (Ιωάν. ζ’ 5). Εκείνη την εποχή, πριν την Πεντηκοστή, ακόμη και οι πρόκριτοι των μαθητών δεν γνώριζαν τί να ζητήσουν (βλ. Ματθ. κ’ 22). Αλλά για την αδιαφορία προς την γνήσια Μητέρα του, από την οποία γεννήθηκε αληθινά και με θαυμαστό και ανερμήνευτο τρόπο -«την γαρ γενεάν αυτού τις διηγήσεται;» (Ησ. νγ’ 7-8)- πώς να την εννοήσουμε; Και αν λίγο πριν ανέλθει πάνω στο σταυρό ο Κύριος μπορούσε να λέγει με παρρησία: «έρχεται ο του κόσμου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιωάν. ιδ’ 30), είναι φανερό πως είχε εκπληρώσει τα πάντα αναμάρτητα.
Ποιό μυστήριο άραγε κρύβει η φαινομενική αντίφαση των λόγων τούτων του Κυρίου;
Ας εξετάσουμε προσεκτικά τις δύο περιπτώσεις που αναφέραμε στην αρχή: «τί εμοί και σοι, γύναι;» και «τίς έστιν η μήτηρ μου ή οι αδελφοί μου;».
Γινόταν κάποιος γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας, που παραβρέθηκαν η αγία Παρθένος και ο Κύριος Ιησούς με τους μαθητές του. Όταν τελείωσε το κρασί, η Μητέρα του Κυρίου το ανέφερε στον Υιό της, προτρέποντάς τον κατά κάποιο τρόπο να θαυματουργήσει. Τότε «λέγει αυτή ο Ιησούς τί εμοί και σοι, γύναι; ούπω ήκει η ώρα μου». Η αγία Παρθένος δεν απελπίζεται, αλλά δέχεται ταπεινά την άρνηση του Υιού της να εκπληρώσει την επιθυμία της και με πίστη συμβουλεύει τους διακόνους: «ό,τι αν λέγη υμίν, ποιήσατε». Ο δε Κύριος στη συνέχεια κάνει το θαύμα της μεταβολής του νερού σε κρασί. Με άλλα λόγια, η ταπεινή αποδοχή της αρνήσεως του Υιού να εκπληρώσει το ανθρώπινο θέλημα της κατά σάρκα Μητέρας του επισπεύδει, σαν θυσία ευάρεστη ενώπιον του, τον ερχομό της ώρας κατά την οποία θα φανερωθεί η δόξα του. Και τότε ακριβώς «έκανε την αρχήν των θαυμάτων ο Ιησούς στην Κανά της Γαλιλαίας και φανέρωσε τη δόξα του, και πίστεψαν σ’ αυτόν οι μαθητές του» (Ιωάν. β’ 11).
Στη δεύτερη περίπτωση βλέπουμε τον Κύριο Ιησού να είναι περιστοιχισμένος από τον όχλο και να τους διδάσκει. Τότε ήλθαν η Μητέρα του και οι αδελφοί του να τον πάρουν, φοβούμενοι μήπως τον φονεύσουν οι εχθροί του. Ο Κύριος όμως, ο οποίος από 12 ετών είπε στους κατά σάρκα γονείς του «δεν ξέρατε ότι πρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι του Πατέρα μου»; (Λουκ. β’ 49) αρνείται να υπακούσει και λέγει: «ποιά είναι η μητέρα μου και ποιά είναι τα αδέλφια μου; και δείχνοντας με το χέρι του τους μαθητές του είπε: να η μητέρα μου και τα αδέλφια μου· γιατί όποιος εφαρμόζει το θέλημα του Πατέρα μου του ουράνιου, αυτός είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα μου» (Ματθ. ιβ’ 48-¬50).
Όπως είπαμε πιο πάνω, να αρνείται ο Χριστός τους κατά το νόμο αδελφούς του είναι κατανοητό, διότι δεν ήσαν ακόμη αδελφοί του και κατά το πνεύμα. Η Παναγία Μητέρα του όμως, και πριν να κάνει το θαύμα της Κανά για να φανερώσει τη δόξα του και να πιστεύσουν οι μαθητές του, όταν ήταν ακόμη στη φάτνη ο Ιησούς και αναγνωριζόταν από τους ποιμένες ως ο Σωτήρας του κόσμου και δωδεκαετής κατέπληττε με τη θεία σοφία του τους διδασκάλους του Ισραήλ, είχε τέτοια πίστη στον Υιό της, ώστε η Γραφή μας λέει: «η μητέρα του διετηρούσε όλα αυτά λόγια στην καρδιά της» (Λουκ. β’ 19 και β’ 51). Επομένως οι αινιγματικοί λόγοι της άρνησης αποτελούν περισσότερο έπαινο για την Παναγία παρά μομφή, υπονοώντας ότι αυτή είναι «ένα πνεύμα» (Α’ Κορ. στ’ 17) με τον Υιό της.
Γιατί όμως ο Κύριος, ο άμωμος τηρητής της σχετικής με τους γονείς εντολής αρνείται;
Πρόκειται, αδελφοί, για ένα μεγάλο πνευματικό νόμο. Το νόμο της υποταγής του ανθρωπίνου θελήματος στο θέλημα του ουρανίου Πατέρα. Λίγο πριν την άρνηση στη Μητέρα και τους αδελφούς του ο Κύριος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος εξέφρασε τους φοβερούς λόγους: «εάν κάποιος έρχεται κοντά μου και δεν απαρνιέται τον πατέρα του και τη μητέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά του, τους αδελφούς και τις αδελφές του, ακόμη δε και την ίδια του τη ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου» (Λουκ. ιδ’ 26). Αν ο Κύριος υπάκουε στην προτροπή των οικείων του και εγκατέλειπε από φόβο το έργο της διδαχής, ο εχθρός θα στερούσε απ’ Αυτόν το δικαίωμα να προφέρει αυτούς τους λόγους. Κάνοντας όμως «τροφή» του (Ιωάν. δ’ 34) το θέλημα και το έργο του «πέμψαντος αυτόν Πατρός», αρνήθηκε να υπακούσει στο ανθρώπινο θέλημα της Μητέρας και των αδελφών, και ο λόγος του παρέμεινε «εν εξουσία και δυνάμει» (Λουκ. δ’ 32-36) και ενεργεί μέχρι συντελείας του αιώνος.
Για την ίδια τέλεια παράδοση στο θέλημα του Θεού η αγία Παρθένος κρίθηκε άξια να γίνει Μητέρα του Υιού του Θεού. «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. α’ 38). Όμως για τη δόξα του Υιού της κένωσε(άδειασε-ξέχασε) πλήρως το θέλημά της σε όλη τη διάρκεια της επί γης ζωής της. Το πλήρωμα της κενώσεώς της προηγήθηκε των «μεγαλείων» τα οποία «εποίησεν αυτή ο δυνατός» (πρβλ. Λουκ. α’ 49).
Στην αρχή της δημιουργίας ο Κύριος είπε «γενηθήτω» και «τα πάντα εγένοντο».
Στην αρχή της αναδημιουργίας η άγια Παρθένος είπε «γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» και ανακαινίσθηκε η κτίση.
Και «νυν», αδελφοί μου, με την ίδια παράδοση στο τέλειο και άγιο θέλημα του Θεού, ας πούμε κατά το υπόδειγμα της Μητέρας του Ουρανού: «γένοιτο, Κύριε, το θέλημα σου εφ’ ημάς» , ώστε να αξιωθούμε να γεννηθούμε «όχι από γυναίκας αίμα, ούτε από επιθυμία ανθρώπινη ή επιθυμία άνδρα, αλλ’ επό το Θεό» (Ιωάν. α’ 13), «άνωθεν» (Ιωάν. γ’ 3) και να εισέλθουμε στην ουράνια βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, όπου η Παναγία «παρίσταται ως βασίλισσα εκ δεξιών» (Ψαλμ. μδ’ 10) του θρόνου του Θεού, και διαφυλάττει και σκέπει όλους όσοι πιστεύουν και ακολουθούν τον αγαπημένο Υιό της. Αμήν.
Ιερομόναχος Ζαχαρίας, Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ, Αγγλία