Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Η φοβική ανασφάλεια της διαφορετικότητας


Γράφει ο π.Δημητρίος Θεοφίλου

Όσα γραφτούν παρακάτω, δεν έχουν καμιά διάθεση ελέγχου, κρίσης ή κατάκρισης, εκφράζουν απλά και μόνο, αγωνίες και πόνους προσωπικούς αλλά πιστεύω όχι μόνο, δεν αποφαίνεται κάποιος από καθέδρας για τίποτε, έχοντας υπ’ όψιν το γραφικό «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» με βάση λοιπόν αυτή τη ανάμνηση και αναγωγή δεν θα αποφανθεί κανείς από καθέδρας για τίποτε και για κανέναν. Με αφορμή λοιπόν συζητήσεις και αναφορές, που γίνονται στις μέρες μας, σχετικά με το κατά πόσον η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, πρέπει να κάνει κάποια βήματα, έστω και «δειλά» προς τα μπρος ή να στυλώσει πεισματικά τα πόδια, απέναντι στη ιστορία που τρέχει μπροστά της και να την παρατηρεί αυτάρεσκα, για τη προσφορά και το ένδοξο εκκλησιαστικό παρελθόν της και το πλούσιο φιλανθρωπικό της παρόν.

Κάποια «δειλά» και ίσως «άτολμα» βήματα να συναντήσει τον σύγχρονο άνθρωπο, στην ομολογουμένως δύσκολη και αδυσώπητα σκληρή καθημερινότητά του. Μια κοινωνία ένας λαός του Θεού (αν θέλετε) που μας ζητάει επίμονα εδώ και χρόνια να δραπετεύσουμε έστω και για λίγο από τον ασφυκτικό κλοιό που έχουμε δημιουργήσει γύρω μας της ναρκισιστικής αυτάρκειας που μας δημιουργεί τόσο η ψευδαίσθηση ποικίλων ετεροχρονισμένων μεγαλόστομφων βυζαντινισμών κακοβαλμένων και άκομψων (κιτς) στο σήμερα, όσο και η αυτάρεσκη ενασχόληση με την ιδρυματικού τύπου φιλανθρωπία, καθιστώντας μας τυφλούς και κωφούς στις εσχατολογικές ανάγκες του ανθρώπου που έχουμε κληθεί να διακονήσουμε δίχως άρωμα και γεύση «βασιλείας των ουρανών», την οποία καλούμαστε πρώτα απ’ όλα να αναζητούμε και τότε σύμφωνα με την υπόσχεση του ίδιου του μοναδικού Δεσπότη μας, όλα θα «χρειαζούμενα προς ζήση» θα προστεθούν.

Η λέξη διαφορετικότητα, από μόνη της αναστατώνει και δημιουργεί ανασφάλειες στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα φτάνοντας στο σημείο να απορρίπτεται και ο όρος ως μη θεολογικός. Φυσικά με ανάλογες προσεγγίσεις η θεολογική μας ορολογία θα τελείωνε στον 1ο αιώνα σε όσα γράφτηκαν, από όσα είπε ο ίδιος ο Χριστός, γεγονός που είναι εξωπραγματικό. Διαφορετικότητα στο δόγμα, στη πίστη δεν θα μπορούσε να υπάρξει, θα μπορούσε όμως άνετα και ανεμπόδιστα, στο έθος (έθιμο), στη τάξη (τυπικό) στη γλώσσα (αποδόσεις στο σύγχρονο γλωσσικό ιδίωμα κάθε λαού), όπως άλλωστε και συμβαίνει εκεί όπου δεν δρουν και επιδρούν αγκυλώσεις εμμονές και ποικίλων αιτίων ανθρώπινες ματαιώσεις. Η έννοια της διαφορετικότητας προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς, που ίσως εδράζονται, σε αμφισβητήσεις προσωπικών βεβαιοτήτων, στη συγχρονία ενός μετανεωτερικού περιβάλλοντος, διαρκών προκλήσεων και προσκλήσεων συνάμα. Σε ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται η «μαχόμενη» και «διακονούσα» εκκλησία του Χριστού να ομολογήσει την αλήθεια της που δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου» και να παλέψει για την εσχατολογική εκπλήρωσή της, στο βαθμό φυσικά που αυτή έχει αυτοσυνειδησία μέσα από την αυτοκριτική της και τις αγαπητικές προϋποθέσεις, εντός των οποίων καλείται να ζει και να υπάρχει.

Οι «αρρυθμίες» και η «ταχυκαρδία», που δημιουργεί σε πολλούς από μας το αλλιώτικο, το ασυνήθιστο, το διαφορετικό, οι φόβοι και οι ενοχές που μπορεί να μας αναδύει από τα βάθη του συλλογικού ασυνειδήτου μας και να μας κατακλείει είναι δείγμα της έλλειψης αυτοσυνειδησίας που μας διακατέχει. Οι εμμονές, οι αγκυλώσεις και οι αποκλεισμοί δεν θα είχαν σε τίποτε να συνεισφέρουν στο ζοφερό σήμερα που αναζητάει ελπίδα και απαντήσεις σε πραγματικό χρόνο. Μπορεί από κάποιους να κατηγορηθώ για «συναφειακό» (νεολογισμός) λόγο, αφού δεν υποστηρίζω τα γραφόμενά μου, από παράθεση λόγων «γερόντων» και «θεουμένων» ανθρώπων που αγίασαν, με ανώδυνο και ασφαλή τρόπο βιβλιογραφικών παραπομπών τύπου copy – paste (αντιγραφή – επικόλληση) .

Ξέρετε κάτι; Πιστεύω ακραδάντως πως αποτελεί «ιεροσυλία» και «τυμβωρυχία» αναπτυσσόμενες σε έντονα φαρισαϊκό υπέδαφος, το να χρησιμοποιούμε με περισσή άνεση και ευκολία τους «μαρτυρικούς» λόγους των πατέρων μας οι οποίοι αγίασαν με μαρτύρια, ιδρώτες και αίμα και εμείς από τις «κερκίδες» να συμπάσχουμε μαζί τους και να τους επικαλούμαστε προς επίρρωση της αγωνιώδους προσπάθειάς μας να αρθρώσουμε έναν εξαρθρωμένο θεολογικά και ανθρωπολογικά άνυδρο λόγο, δίχως ζώσα πνοή (nefes) και εσχατολογική προοπτική.

Πόσο ανώδυνο ακίνδυνο και ασφαλές είναι να επικαλούμαστε εκείνους που αγίασαν δίνοντας το αίμα και τη ζωή τους, δίχως να χαρούν κάτι από τις κοσμικές χαρές και ευχαριστήσεις σε ενδοκοσμικό «χρόνο» και «τόπο» θυσιάζοντάς τες όλες για την αέναη και ατελεύτητη χαρά, του να είναι μαζί με το Κύριό τους και Θεό τους.

Εμείς σε αντιδιαστολή με αυτούς τότε, σήμερα είμαστε καλά «βολεμένοι» στους «θρόνους» στα «σύνθρονα» και τα οφίτσια της εξουσίας και της επίγειας καλοπέρασης και καλοζωίας, επικαλούμενοι τη δράση και τα γραφόμενα εκείνων είτε από άγνοια και απερισκεψία, είτε από πρόθεση να αναζητήσουμε ένα συνειδησιακό και υπαρξιακό άλλοθι.

Θα τολμήσω να γίνω ποιο σαφής και συγκεκριμένος, δίχως να έχω καμία απολύτως διάθεση να πληγώσω, ελέγξω ή κρίνω κάποιον.

ΠΟΙΟΙ-ΠΟΤΕ-ΠΩΣ και ΠΟΥ από τους «αγιασμένους» πατέρες μας, ζούσαν με την χλιδή, την καλοπέραση και την τρυφηλότητα που ζούμε εμείς σήμερα;

ΠΟΙΟΙ-ΠΟΤΕ-ΠΩΣ και ΠΟΥ από τους «θεοφόρους» πατέρες μας, συναναστρέφονταν με τέτοια άνεση οικειότητα και εναγκαλισμό τους άρχοντες του κόσμου (αιώνος) τούτου, όπως εμείς σήμερα συναποτελώντας μαζί τους στα μάτια του λαού και όχι μόνο ένα δεκανίκι του εξουσιαστικού μηχανισμού και συστήματος, με την άφρονα άνεση όποτε δεν μας κάνουν τα χατίρια και τις επιθυμίες να τους καταγγέλλουμε από τους άμβωνες, και τον υπόλοιπο καιρό να συνυπάρχουμε συμβιωτικά, άρρωστα και παθολογικά μαζί τους, αρνούμενοι μετ’ επιτάσεως την αποστασιοποίηση και τον «επώδυνο» αποχωρισμό από κείνους;

ΠΟΙΟΙ-ΠΟΤΕ-ΠΩΣ και ΠΟΥ από τους «αγωνιστές και νικητές» πατέρες μας, είχαν έστω και τα ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία, σε αντίθεση με εμάς που διατηρούμε καταθέσεις, προθεσμιακά «προϊόντα», μετοχές, τίτλους ακινήτων, γαιών, λιμνών και θαλασσών; (για περισσότερες διευκρινήσεις, ας ανατρέξει πρόχειρα κανείς, στις διδαχές του αγίου πατρο - Κοσμά του Αιτωλού).

ΠΟΙΟΙ-ΠΟΤΕ-ΠΩΣ και ΠΟΥ από τους «θεουμένους» πατέρες μας, αναζήτησαν το δίκιο τους σε κοσμικά δικαστήρια, είτε σε ενδοεκκλησιαστικές διενέξεις και προστριβές (τις οποίες κρύβουμε υποκριτικά κάτω από το «χαλάκι» στρουθοκαμηλίζοντας), είτε με τον κόσμο (που αποτελεί παρεμπιπτόντως συνάμα και το λαό του Θεού που κληθήκαμε να διακονήσουμε και να θυσιαστούμε, προσφέροντάς του το καλύτερο παράδειγμα προς μίμηση). Οι πιο ακριβοπληρωμένοι δικηγόροι είναι οι νομικοί σύμβουλοι, υπερασπιστές συνήγοροι ή δημόσιοι κατήγοροι, μητροπόλεων, μονών ενοριών εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και οργανισμών, τυχαίο(;) …….. δεν νομίζω.

Η εκούσια συμμετοχή σε δικαστικούς αγώνες κληρικών και μοναχών (μοναζουσών) ίσως κάποια στιγμή θα έπρεπε να αποτελεί αιτιολογία για την άμεση καθαίρεση των εμπλεκομένων και την επαναφορά τους στη τάξη των λαϊκών, ώστε απ’ εκεί να μπορέσουν απερίσπαστοι να επιδιώξουν την ενδοκοσμική δικαίωσή τους δίχως να προκαλούν………

Η φοβική ανασφάλεια που προκαλεί η διαφορετικότητα, έστω και σαν λέξη, ακουστικά, οφείλεται στο «λάθος» και «άρρωστο» παρόν μας, από το οποίο δεν μπορεί ούτε να μας λυτρώσει αλλά ούτε και να μας θεραπεύσει το «ένδοξο» παρελθόν μας. Θα απαιτηθούν μαρτυρικές- αγωνιστικές διαθέσεις, ιδρώτας και αίμα για να λάβουμε πνεύμα, που δεν ξέρω πόσοι από εμάς τους «καλοβαλμένους», πόσοι είναι διατεθειμένοι να δώσουν μέσα από τα «……. Μέγαρα» και τις «Mercedes».

Για αυτό είναι ίσως προς το παρόν προτιμότερο να σιγούμε και να σιωπούμε (όχι ενοχικά αλλά με διακριτική επίγνωση) παρά να οχλοβοούμε «ως κύμβαλα αλαλάζοντα». Λησμονήσαμε ίσως πως ο «ύμνος της αγάπης» γράφτηκε από τον απόστολο Παύλο για μας, τους μετ’ επίγνωση, χριστιανούς, και αυτό το λέω γιατί αν προσέξει λίγο καλύτερα κανείς θα οδηγηθεί στην αβίαστη παρατήρηση, πως εμείς ι λεγόμενοι χριστιανοί και ιδιαίτερα οι «ταγοί» και οι διάκονοι του ευαγγελικού μηνύματος στο κόσμο, ζούμε, μιλάμε, σκεπτόμαστε, κηρύττουμε και κινούμαστε, πλειστάκις στον αντίποδα αυτού του ύμνου, όχι απλά σαν να μη γράφτηκε ποτέ και να μας αφορά, αλλά σαν μας έχει γίνει εμμονή η αλλοίωση και διαστροφή του περιεχομένου του.


πηγή:ΑΜΉΝ