Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Ο αυτοκαταστροφικός μύθος της σύγκρουσης αρχαίας Ελλάδας- Ορθοδοξίας

Ερείπια ναού βασιλικής στην Αρχαία Ολυμπία

Γράφει ο Κων/νος Γρίβας, Διδάσκοντος στο Ιόνιο Παν/μιο, ειδικού σε θέματα Γεωπολιτικής ανάλυσης και Πολεμικής Τεχνολογίας.

Τον τελευταία καιρό, με αφορμή παρεμβάσεις στην ταινία του διάσημου Έλληνα σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά για τις καταστροφές και τις λεηλασίες που υπέστη η Ακρόπολη στο πέρασμα των αιώνων, έχουν αναζωπυρωθεί οι επιθέσεις ενάντια στην Εκκλησία και, κατ’ επέκταση, στην ορθόδοξη πίστη.

Η λογοκρισία στο έργο ενός καλλιτέχνη -πολύ δε­ περισσότερο ένας δημιουργός της εμβέλειας του Κώστα Γαβρά –είναι, καταρχάς, καταδικαστέα.

Όμως, χωρίς φυσικά ό Κώστας Γαβράς να ευθύνεται διόλου γι’ αυτό, τόσο η ταινία όσο και η αντίδραση στη λογοκρισία σε αυτή τροφοδότησαν περαιτέρω τον αυτοκαταστροφικό μύθο που μαστίζει τη νεότερη Ελλάδα: Αυτόν που πρεσβεύει τήν ασυμβατότητα και την ασυνέχεια της αρχαίας Ελλάδας με το Βυζάντιο και κατ’ επέκταση, με την Ορθοδοξία. Μάλιστα, η σύγκρουση αυτή δεν περιορίζεται στο παρελθόν, αλλά επεκτείνεται με σχιζοφρενικό τρόπο και στη σημερινή Ελλάδα.

Όμως, όσο κι αν αυτό σε κάποιους ακούγεται σχεδόν βλάσφημο, ο χριστιανισμός γενικά, και μάλιστα η Ορθοδοξία, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αποτελούν άμεσο και αναντίρρητο δημιούργημα, φυσική συνέπεια και εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.

Η διαπρεπής θρησκειολόγος Κάρεν Άρμστρονγκ στο κλασικό της έργο «Η Ιστορία του Θεού» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φι­λίστωρ, σε έξοχη μετάφραση του Φώτη Τερζάκη)­ είναι απόλυτη σε αυτό. Αναφέρει, δε, ότι στα χρόνια των μεγάλων θεολογικών συγκρούσεων, ήταν οι Καππαδόκες θεολόγοι, ό Βασίλειος επίσκοπος Καισαρείας, ο νεότερος αδερφός του, Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, και ο Γρήγορος Ναζιανζηνός, που σχηματοποίησαν το τριαδικό δόγμα και τις αρχές του χριστιανισμού. Και το έπραξαν βασισμένοι στο αρχαίο ελληνικό φιλοσοφικό πνεύμα και στον αρχαιοελληνικό τρόπο ύπαρξης και θέασης του κόσμου, ο οποίος έδινε έμφαση στην άμεση εμπειρία, αναγνωρίζοντας τα πεπερασμένα όρια του λογικού νου. Κατά συνέπεια, η Ορθοδοξία είναι άμεσα συζευγμένη με το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη Δύση. Η Κάρεν Άρμστρονγκ αναφέρει ξεκάθαρα ότι οι Δυτικοί δεν ήταν εξοικειωμένοι ούτε με την ελληνική γλώσσα και τις λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις της ούτε με τις πολύπλευρες διαστάσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος συνδύαζε τις αναλυτικές ικανότητες του νου με την άμεση, αποφατική γνώση των μυστικιστικών εμπειριών, όπωςαυτές λειτουργούσαν στα αρχαία μυστήρια.
Έτσι, δεν στάθηκαν ικανοί να απορροφήσουν το χριστιανικό δόγμα που δημιούργησε η διάνοια των Ελλήνων θεολόγων. Και, για να το φέρουν στα μέτρα τους, έσπευσαν να το απλοποιήσουν. Από δω πηγάζουν οι αλλοιώσεις που υπέστη ο Καθολικισμός και πολύ περισσότερο ο Προτεσταντισμός, οι οποίες αλλοιώσεις στην πορεία γέννησαν το χριστιανικό φονταμενταλισμό. Όμως οι αλλοιώσεις δεν περιορίστηκαν στο πλαίσιο της θρησκείας, αλλά διαπέρασαν όλο το φάσμα του δυτικού πολιτισμού, οδηγώντας σε έναν υπερτονισμό του νου, σύμφωνα με την Αρμστρονγκ, ως οργάνου αναζήτησης του θείου, ο οποίος κάποιο στιγμή αυτονομήθηκε και εξελίχθηκε στην άκρατη και άκριτη νοησιαρχία του δυτικού κόσμου.

Για να γίνουν ακόμη χειρότερα τα πράγματα, η Δύση ήρθε σε επαφή με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα διαμέσου μεσαζόντων, και συγκεκριμένα των Αράβων, οι οποίοι ήταν φυσικό και επόμενο να ασκήσουν τη δική τους επίδραση σ’ αυτόν. Το έργα των Ελλήνων φιλοσόφων, πρωτίστως δε του Αριστοτέλη, χάρη σε κάποιες πνευματικές πύλες με­ταξύ του αραβικού και χριστιανικού κόσμου. Όπως ήταν η μεταφραστική σχολή του Τολέδο στην Ισπανία, πέρασαν στη Δύση. Όμως, η σκέψη του Αριστοτέλη και των άλλων Ελλήνων φιλοσόφων, και πολύ περισσότερο το ευρύτερο πνευματικό πλαίσιο της αρχαίας Ελλάδας μέσα στο οποίο λειτουργούσαν και αποκτούσαν υπόσταση τα έργα των διανοητών της, που περάσει από τα φίλτρα του αραβικού πολιτισμού, με αποτέλεσμα να υποστούν αλλοιώσεις και έτσι, κάποιες πλευρές τους να χαθούν ολοκληρωτικά.

Αυτός, λοιπόν, ό πολιτισμός της Δύσης, που δεν μπόρεσε να απορροφήσει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό σε όλο του το εύρος και το βάθος, κάποια στιγμή, μέσω του νεοκλασικι­σμού, «ανακάλυψε» εκ νέου την αρχαία Ελλάδα και μέσω των δυτικών «φώτων», την παρέδωσε στους Νεοέλληνες. Ήταν, όμως, μια στρεβλή ιδέα περί αρχαίας Ελλάδας, η οποία προερχόταν από την ελλιπή κατανόηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, έχοντας υποστεί περαιτέρω τις αλλοιώσεις που του προκάλεσε το πέρασμά του από τον αραβικό κόσμο.

Οι σύγχρονοι, λοιπόν, Έλληνες θιασώτες του συγκεκριμένου πολιτισμικού ιδεώδους, το οποίο κατά την άποψή τους βρίσκεται σε σύγκρουση με την Ορθοδοξία, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι είναι πιθανόν να αποτελούν καταναλωτές μιας – από τρίτο χέρι – αντίληψης περί αρχαίας Ελλάδας, και όχι εκφραστές μιας απευθείας μνήμης της.

Αντιθέτως, η Ορθοδοξία αποτελεί γνήσιο συνεχιστή του αρχαιοελληνικού πνεύματος, τουλάχιστον σύμφωνα με έγκυρους ιστορικούς της θρησκείας και των πολιτισμών, όπως είναι η Κάρεν Άρμστρονγκ.

(Δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ, τ.77. )