Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Το Βυζάντιο και ο Σερ Στήβεν Ράνσιμαν

.

Αν οι ιστορικοί της Οξφόρδης προσδιόρισαν τον όρο «Βυζαντινή Αυτοκρατορία», γράφοντας για την ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήταν ένας ιστορικός του Κέμπριτζ, που άλλαξε για πάντα την οπτική της Ιστορίας για το Βυζάντιο. Ο λόγος για τον μεγαλύτερο βυζαντινολόγο του 20ου αιώνα, τον Στίβεν Ράνσιμαν (Steven Runciman).


Στη μακρά ζωή του (1903-2000) ο πολυγραφότατος συγγραφέας, καθηγητής και ακαδημαϊκός (10 βιβλία και μια τρίτομη πραγματεία για τις Σταυροφορίες) έφερε στο φως το Βυζάντιο, την ιστορία του, τον πολιτισμό του, την τέχνη του. Μελετητής ακούραστος έσκυψε σε πρωτότυπες πηγές και αρχεία, ιδίως μεταξύ 1942-1945, όταν δίδαξε Βυζαντινή Ιστορία και Τέχνη ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης. Το έργο του αναγνωρίστηκε διεθνώς και οι νεκρολογίες του, το 2000, στις εφημερίδες Times και η Daily Telegraph ήταν ολόκληρες σελίδες.

Για τις ανάγκες της σημερινής συζήτησης θα σταθούμε στο εξαιρετικής σπουδαιότητας βιβλίο του «Η Τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση» (εκδόσεις Δόμος, Β΄ έκδοση, Αθήνα 2005).

Στην ελληνική εισαγωγή του βιβλίου ο Ράνσιμαν επισημαίνει ότι τους δύο τελευταίους αιώνες που η Αυτοκρατορία φθειρόταν πολιτικά παρατηρήθηκε και η μεγαλύτερη αναγέννηση των γραμμάτων: «Ποτέ άλλοτε όμως δεν υπήρχαν τόσοι λόγιοι που να ήταν αφιερωμένοι στην ερμηνεία και την ανανέωση της αρχαίας ελληνικής σκέψης και στη διαφύλαξη της ελληνικής παράδοσης. Ακόμα και η λέξη “Έλλην” ανέκτησε το αρχαίο της νόημα. Και ευτυχώς για τον πολιτισμό όλης της Ευρώπης, αυτή η τελευταία Βυζαντινή αναγέννηση εμφανίστηκε σε μια στιγμή της ιστορίας που οι Δυτικοί λόγιοι ήταν προετοιμασμένοι να ανακαλύψουν το μορφωτικό κόσμο που κρατούσαν ζωντανό οι λόγιοι του Βυζαντίου».

Όμως το ελληνικό στοιχείο και η ελληνική γλώσσα υπήρχαν σε ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Όπως σημειώνει ο Ράνσιμαν: «…κανένα ανεπτυγμένο έθνος δεν μπορεί να ισχυριστεί τέλεια φυλετική καθαρότητα και πως οποιαδήποτε γλώσσα διαμέσου των αιώνων αλλάζει και αφομοιώνει ξένες λέξεις και συνήθως χρησιμοποιεί μια πιο απλουστευμένη γραμματική». Και επιπλέον αν και σε ορισμένες περιόδους τους «οι Βυζαντινοί, αν και απέφευγαν τη λέξη “Έλλην”, θεωρούσαν τον εαυτό τους κληρονόμο του κλασικού παρελθόντος…το αγαπητό τους ανάγνωσμα, εκτός από την Αγία Γραφή και τους Βίους των Αγίων, ήταν τα έργα του Ομήρου».

Στα πλαίσια της μελέτης του ο Ράνσιμαν παρουσιάζει και τη συνεισφορά του Βυζαντίου στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση σημειώνοντας πως οι Βυζαντινοί αποκλήθηκαν «βιβλιοθηκάριοι των Μέσων Αιώνων» λειτουργώντας προς «όφελος του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Και περιγράφει πως και πόσο επηρέασε τη Δυτική Αναγέννηση ο ελληνικός πολιτισμός οι Έλληνες λόγιοι του Βυζαντίου.

Ακόμα γράφει πως οι Δυτικοί μέσα από τις Σταυροφορίες συνάντησαν έναν «ελληνικό πολιτισμό που άκμαζε στις ελληνικές περιοχές» του Βυζαντίου. Έτσι, έπαψαν να χρησιμοποιούν αραβικές πηγές και μεταφράσεις για να προσεγγίσουν τους αρχαίους Έλληνες. Και επιπλέον δέχτηκαν την επίδραση σημαντικών «Ελλήνων λογίων» που άρχισαν να επισκέπτονταν τη Δύση μετά το 1204. Συμπεριλαμβάνει δε και την μαρτυρία του Πάπα Πίου του Β΄ στην οποία αφηγείται πως: Στην Ιταλία «κάθε σπουδαστής με αξιώσεις ήθελε να επιχειρήσει το ταξίδι» στην Κωνσταντινούπολη και στα σχολεία της Πόλης.

Τέλος, στέκεται ιδιαίτερα στη σημαντική επίδραση που άσκησαν στη Δυτική Αναγγένηση βυζαντινοί διανοητές όπως ο Μανουήλ Χρυσολοράς, ο Πλήθων και ο Βησσαρίων. Και γράφει: «Η απειλή της επικείμενης πτώσης της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν η ίδια η πτώση έφεραν και άλλους Έλληνες λογίους στην Ιταλία όπου και συνέχισαν την τόσο αγαπητή στο Βυζάντιο συζήτηση για τα υπέρ ή τα κατά της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας… από αυτούς τους λόγιους, τους εξίσου Πλατωνικούς και Αριστοτελικούς, έμαθαν στο μέγιστο μέρος τη φιλοσοφία τους οι άνθρωποι της Αναγέννησης».

Άραγε μήπως ο Ράνσιμαν διέδιδε «μύθους» όταν έβλεπε Έλληνες στο Βυζάντιο; Ή, όταν έγραφε για Έλληνες που μετέφεραν τη διδασκαλία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη στη Δύση; Ή, όταν έβλεπε τη σημερινή Ελλάδα και τους Έλληνες μέρος αυτής της μεγάλης διαδρομής ενός «ανεπτυγμένου έθνους»;