Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Οι δύο Παπουλάκοι ;

Σπείρετε σύγχυση ή μας φαίνεται;
Εμείς δεν καταλάβαμε ότι η ιερά Μητρόπολη Θήρας αγιοποιεί κάποιον!
Γιατί ο εν λόγο κύριος εμποτίζει τον αναγνώστη του με αμφιβολίες;
Θα πρέπει να πάρει μια απάντηση!
Ας δούμε λοιπόν τι λέει…




Οἱ δύο Παπουλᾶκοι

(Ὁ ἀγύρτης καί ὁ λατρευθείς ὡς ὅσιος)

Aπό την Πολιτική Φιλολογική των Πατρών

Ἡ ἀνακοινωθεῖσα ἐσχάτως ἐπιδίωξη τῆς Μητροπόλεως Θήρας νά ἁγιοποιηθῇ ὁ Παπουλᾶκος, ἤτοι ὁ μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος (1770-1861), καί ἡ ἄμεση ἀντίδραση τοῦ μητροπολίτου Ἠλείας πί τοῦ θέματος, ἐπανέφεραν στό προσκήνιο τήν μορφή, ἡ ὁποία ὑπό τό ὄνομα (ὀρθότερα: τό προσωνύμιο) Παπουλᾶκος, κυριολεκτικῶς ἀναστάτωσε τήν Πελοπόννησο κατά τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος.

Ἀλλά Παπουλᾶκος δέν ὑπῆρξε μόνον ἕνας. Ἁνεφάνησαν δύο μοναχοί ὑπό τό ὄνομα αὐτό, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς κοινό χαρακτηριστικό μόνον τό ὄνομα καί τόν σάλο, πού προεκάλεσαν. Κατά τά λοιπά, ὑπῆρξε χαώδης ἡ μεταξύ των διαφορά.

1) Ὁ πρῶτος Παπουλᾶκος, ὁ μοναχός Εὐγένιος ἤ Ἅγιος Πατέρας, ὅπως τόν ἀπεκάλει ὁ λαός, ἐνεφανίσθη στίς ἀρχές τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ ᾿21 στήν περιοχή ὕπερθεν τοῦ Ρίου, στά χωριά Καστρί καί Σελά. Ὅπως ἀφηγεῖται ὁ Φωτᾶκος στά ἀπομνημονεύματά του, κατήγετο ἀπό τήν Ἰθάκη. Πρό τῆς Ἐπαναστάσεως ἐπαιτοῦσε στήν Πάτρα καί στό Αἴγιο, ἀπό ὅπου εἶχε ἐκδιωχθῆ λόγῳ κακῆς διαγωγῆς. Ἀπό τό Καστρί μετεκόμισε στό Διακοφτό, συνοδευόμενος ἀπό δύο «μοναχές», ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία, καταγομένη ἀπό τήν συνοικία Βλατερό τῶν Πατρῶν, ἦταν ὑπόπτου διαγωγῆς.

Αὐτή ἦταν ἡ ἀρχή. Ἐν συνεχείᾳ φοβούμενος, μήπως ἀποκαλυφθῇ τό ποιόν του, ἄλλαζε ἐγκατάσταση, κυρίως σέ διάφορα χωριά τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων. Τελικῶς, ἐπέλεξε ἕνα εἰδυλλιακό καί ἱστορικό σημεῖο, τά Τριπόταμα, ὅπου οἱ ἀρχαιότητες τῆς ἀρχαίας πόλεως Ψωφίδος, καί ἔκτισε μονή, ἀφιερωθεῖσα στήν Παναγία καί ἑορτάζουσα στίς 23 Αὐγούστου. Ἡ φήμη του ὡς ἐναρέτου, θεοσεβοῦς καί προφητεύοντος τά μέλλοντα, διέτρεξε ταχύτατα ὅλη τήν Πελοπόννησο. Βρισκόμαστε πλέον στό ἔτος 1825, ὅταν ὁ Ἰμβραήμ δέν ἄφηνε σ᾿ αὐτήν «λίθον ἐπί λίθου», ὁ ὀδυνώμενος δέ καί ἐν ἀπογνώσει λαός ἦταν ἐπιρρεπής στό νά ἀποδέχεται τίς προφητεῖες τοῦ Παπουλάκου. Πρό τῆς ἀποβάσεως τοῦ Ἰμβραήμ εἶχε «προφητεύσει» κατά τά κηρύγματά του πρός τόν λαό ὅτι: «καθώς ἐσεῖς κάμνετε καί δέν φυλάττετε τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ καί διά τάς ἄλλας ἁμαρτίας σας, Ἀραπᾶδες θά στείλῃ ὁ Θεός νά σᾶς παιδεύσῃ!». Ἡ πρώτη αὐτή προφητεία ἐπηλήθευσε. Ἀλλά καί μία ἄλλη πλέον περίεργος. Εἶχε «προείπει» ὅτι ὁ Ἰμβραήμ, ὁ ὁποῖος τό 1825 κατέκαυσε ὅλα τά γύρω τοῦ μοναστηριοῦ χωριά, θά ἄφινε ἄθικτο (δέν τό ἐπλησίασε κἄν!) τό μοναστῆρι τοῦ ἰδίου καί τῆς συνεργάτιδός του μοναχῆς Χρυσαυγῆς, τῆς μόνης πού τοῦ εἶχε ἀπομείνει. Κατόπιν αὐτῶν τῶν «θαυμασίων» διωγκώθη ἡ φήμη του καί ἡ πίστη στήν ἁγιότητά του.

Τό πρᾶγμα ἄρχισε νά γίνεται ἐπικίνδυνο γιά τήν πορεία τῆς Ἐπαναστάσεως. Πάμπολλοι Ἕλληνες, ἀκόμη καί καπεταναῖοι, ἐπέταξαν τά ὅπλα καί ἔγιναν μοναχοί. Ὁ ψευδοπροφήτης ἐθριάμβευσε καί ἐθησαύριζε. Ὁ Νικηταρᾶς, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Ζαΐμης θορυβημένοι προσπαθοῦσαν νά βροῦν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τοῦ κακοῦ, ἀλλ᾿ ἐφοβοῦντο τόν λαό. Τελικῶς, τήν (ριζική) λύση ἔδωσε ὁ Ἰμβραήμ. Αὐτός, διατρέχοντας λυσσωδῶς τήν Πελοπόννησο καί ἀκούγοντας ὅτι ὁ Ἅγιος Πατέρας εἶχε συλλέξει μυθώδη θησαυρό, ἐνέσκηψε στά Τριπόταμα στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1826, ἔσφαξε τόν Παπουλᾶκο, αἰχμαλώτισε τήν Χρυσαυγή καί ἐλεηλάτησε τά ἀργύρια τῆς ἀγυρτείας. Αὐτό ὑπῆρξε τό τέλος τοῦ πρώτου Παπουλάκου.

2) Ὁ δεύτερος Παπουλᾶκος, ὁ Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος, ἐγεννήθη στό χωριό Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων περί τό 1770. Μοναχός ἔγινε σέ μεγάλη ἡλικία, ἐπί πολλά δέ ἔτη ὑπῆρξε ἀσκητής. Οἱ γραμματικές του γνώσεις ἦσαν ἐλάχιστες. Τό 1847, δηλαδή σέ μεγάλη ἡλικία, ἄρχισε τό κηρυκτικό του ἔργο.

Ἡ φήμη του ὡς συναρπαστικοῦ ἱεροκήρυκος διεδόθη ταχύτατα, ἐνῶ ἐγοήτευε τόν λαό καί μέ τήν ἀκραία πενία του. Τό κήρυγμά του ἠθικολογικό καί ἀπόλυτα ἐκκλησιαστικό στήν ἀρχή, ἄρχισε σιγά-σιγά νά ἐπεκτείνεται σέ εὐρύτερα φλέγοντα θέματα τῆς Ὀθωνείου περιόδου: νά καυτηριάζῃ τήν ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίως τήν διάλυση τῶν μονῶν, τήν ὁποίαν ἐπέβαλε ἡ βαυαρική ντιβασιλεία. Στόχο του ἀποτελοῦσαν καί οἱ μισσιονάριοι (παπικοί καί προτεστάντες), ἀλλά καί τά σχολεῖα τῆς ἐποχῆς, προπαντός δέ τά διαβολικά, πως τά ἐθεώρει, Πανεπιστήμια. Γενικῶς ἠρνεῖτο, ὅ,τι ἐθεώρει ὡς ὀθνεῖο, δηλαδή ξενόφερτο, μή σύμφωνο πρός τά πατροπαράδοτα τῆς χώρας καί τοῦ λαοῦ της.

Ἄρχισε μέ πυρίνους λόγους νά καταγγέλλῃ τήν ἐξουσία, «τούς Λουθηροκαλβίνους, πού εἶναι πιό ἄπιστοι κι ἀπό τόν Ἰμβραήμ κι ἀπό τόν Ἀλῆ Πασᾶ». Ἡ καυστικότης τοῦ κηρύγματός του καί, προπαντός, ἡ ἔκδηλη λαϊκή του ἀπήχηση ἦταν φυσικό νά προκαλέσῃ τήν ἀντίδραση τῶν Ἀρχῶν. Ἄρχισαν διώξεις ἐναντίον του. Τό 1851 συνελήφθη καί μετεφέρθη στήν Ἱερά Σύνοδο, γιά νά τοῦ ἐπιβάλῃ κυρώσεις. Ἡ Σύνοδος τόν παρέπεμψε στόν Ἐπίσκοπο Καλαβρύτων, ὁ ὁποῖος προσεπάθησε νά τοῦ ἐπιβάλῃ κάποιον περιορισμό.

Ὁ Παπουλᾶκος ὅμως, δηλαδή ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔλεγε, «οὐ δέδεται». Περιοδεύει ὅλες τίς ἐπαρχίες τῆς Πελοποννήσου, ὅπου ὁ λαός τόν περιβάλλει μέ ἐκδηλώσεις λατρείας ὡς ἅγιο. Τό 1852 διατάσσεται ὁ ἐγκλεισμός του σέ μονή τῆς Θήρας. Αὐτός ὅμως ἀναστατώνει κυριολεκτικῶς τήν Μάνη, ὅπου Ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς τόν συνοδεύουν, ὁμοῦ μέ πλῆθος λαοῦ, στά κηρύγματά του.

Ἡ κυβέρνηση στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις, οἱ ὁποῖες κυκλώνονται ἀπό τόν λαό. Στρατιῶτες λιποτακτοῦν. Στέλνονται νέες δυνάμεις καί τελικῶς διά προδοσίας τοπικοῦ ἱερέως συνελήφθη στίς 21 Ἰουλίου 1852. Ἐκλείσθη στίς φυλακές τοῦ Ρίου μέχρι τόν Ἰανουάριο 1854. Παρεπέμφθη σέ δίκη, ἡ ὁποία ὑπό τήν πίεση τοῦ λαοῦ ἀνεβλήθη καί δέν ξανάγινε ποτέ. Τελικῶς, ἡ ἱερά Σύνοδος τόν ἐξώρισε σέ μονή τῆς Ἄνδρου, ὅπου ἀπέθανε στίς 18 Ἰανουαρίου 1862, δεηθείς ὑπέρ τῶν διωκτῶν του.

Ὁ Παπουλᾶκος, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρός τόν πρῶτο ἀγύρτη τοῦ 1825-26, ὑπῆρξε ἐκκλησιαστική μορφή, ἡ ὁποία, ὅπως σήμερα ὑποστηρίζεται, μετέφερε στόν 19ο αἰῶνα τό ἦθος τῶν Κολλυβάδων τοῦ 18ου. Τό κίνημά του περιεῖχε στοιχεῖα θρησκευτικά καί ἐθνικά, ἀφοῦ ἐθεώρει τόν ἐαυτό του μαχόμενο ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος. Ἀλλά καί ἡ καταφορά του κατά τῆς ξενοφέρτου ἀθέου παιδείας αὐτή τήν ἔννοια εἶχε: τήν προστασία τῆς πατρίδος ἀπό μολύσματα ξένα πρός τίς παραδόσεις της. Θά ἐλέγαμε ὅτι περιέκλειε ὅλην τήν λαϊκή εὐσέβεια τῆς τότε Ἑλλάδος, ὁ λαός τῆς ὁποίας, πλήν τῶν ὀργάνων τῆς ἐξουσίας, τόν ἐτίμησε ὡς Ἅγιο. (1)

*1.- Πλήρη εἰκόνα σχηματίζει κανείς ἀπό τό γλαφυρό, πλήν δυσεύρετο σήμερα, βιβλίο: «Παπουλᾶκος» τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ (Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, 1963).


http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/