Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Η δράση της παπικής «εκκλησίας» στον Ελληνικό χώρο κατά τα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου ΑΙ.


Γράφει ο Απόστολος Βακαλόπουλος

Οι καθολικοί στην Σύρα και Πάρο.

Απ' όλα τα νησιά του Αιγαίου η Σύρα, το άγονο και φτωχικό νησί με την μια μόνο κωμόπολη , εξακολουθεί να έχη τον συμπαγέστερο πληθυσμό καθολικών. Η συντριπτική τους πλειονότητα είχε κάνει πολλές ξένες φραγκικές οικογένειες (μετά την κατάλυση των φραγκικών ηγεμονιών στην ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά του Β. Αιγαίου και ιδίως στο δουκάτο του Αιγαίου, 1566) ν' αναζητήσουν καταφύγιο στο νησί, το γνωστό για την αφοσίωσή του στον πάπα.

Στην Σύρα λοιπόν είχε δημιουργηθή ένας δυναμικός πυρήνας καθολικών, οι Φραγκοσυριανοί, οι οποίοι αφομοιώνουν και τις επήλυδες ορθόδοξες οικογένειες, που έρχονται και αυτές εκεί κατά διάφορες εποχές μετά την τουρκική κατάκτηση, από διάφορα μέρη του ελληνισμού, από την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα κλπ. Αν οι οικογένειες αυτές προσήλθαν στον καθολικισμό, οφείλεται, νομίζω, στο ότι ήταν εύπορες και παλιές αρχοντικές και θέλησαν να συγγενέψουν και να συνδεθούν με τις όμοιές τους καθολικές. Μολαταύτα μια μικρή και συνεκτική ομάδα ορθοδόξων έμενε πάντα σταθερή στις πεποιθήσεις της.

Στο νησί δρουν όχι μόνο μοναχοί, αλλά και μοναχές φραγκισκανές και δομινικανές και αργότερα, δεύτερο μισό του 17ου αι. οι ουρσουλίνες. Όλες αυτές, εκτός από εξαιρέσεις, δεν μένουν σε μονές, αλλά στα σπίτια τους. Επικεφαλής έχουν ηγούμενο και η πνευματική τους μόρφωση οφείλεται στους αντίστοιχους μοναχούς.

Η συμπαγής αυτή καθολική κοινότητα της Σύρας δέχεται, όπως είδαμε, ισχυρό πλήγμα με την επιδρομή και λεηλασία του Κάστρου στις 18 Νοεμβρίου 1617 από τους Τούρκους. Μετά το γεγονός αυτό παρατηρείται συνεχής αύξηση του αριθμού των ορθοδόξων.

Οι καθολικοί όχι μόνο λιγοστεύουν, αλλά φτωχαίνουν και αδυνατούν να συντηρήσουν την μητρόπολή τους. Έτσι οι επίσκοποι Σύρου κατά τα μέσα του 18ου αι. αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες, ακόμη και στο ζήτημα της αγοράς της ιερατικής στολής και της διατροφής τους. Ζητούν λοιπόν και παίρνουν επιχορηγήσεις από την Αγία Έδρα και από την Γαλλία. Προσπάθεια για την τόνωση του σημαντικού αυτού κέντρου του καθολικισμού παρατηρούμε μεταξύ 1744-1773, οπότε εγκαθίστανται και δρουν στο νησί οι Ιησουίτες. Έτσι κατά την διάρκεια του 18ου αι., και ως τα τέλη του σχεδόν, οι αναλογίες ορθοδόξων και καθολικών δεν παρουσιάζουν σημαντικές αλλαγές. Ίσως η στάσιμη αυτή αντιστοιχία οφείλεται στην παράλληλη εγκατάσταση και καθολικών στο νησί, που προέρχονταν από την Δυτική Ευρώπη. Όπως παρατηρούσε ο Della Rocca στα 1790, από τα οικογενειακά ονόματα του νησιού τα 3/4 ήταν ευρωπαϊκά: Damiraglia, Rousseaux, Rossi, Capello, Damolfi, Della Rocca, Dapola, De la Croix, La Pierre, Marinelli, Bridesi, Dalegio, Durazzo, Privilegio, Vacondio κ.λ.π. «Η κατά δόσεις εγκατάστασις Φράγκων μετοίκων, παρατηρεί ο ιστορικός του νησιού Δρακάκης, διηυκόλυνε μεγάλως τον εξελληνισμόν των, ως επίσης και το γεγονός, ότι οι εγκατασταθέντες Φράγκοι κατήγοντο εκ διαφόρων μερών της Ευρώπης και ως εκ τούτου δεν είχον τας αυτάς παραδόσεις, συνηθείας, γλώσσαν και έθιμα, πράγμα όπερ αν συνέβαινεν, θα συνετέλει εις την δημιουργίαν συμπαγούς πυρήνος με αλλοδαπήν σύνθεσιν».

Έτσι κατά τα τέλη του 18ου αι. η Σύρα εξακολουθούσε να είναι το προπύργιο του καθολικισμού μέσα στις Κυκλάδες και είχε πολλούς κληρικούς, 40-50, μερικοί από τους οποίους είχαν κάνει τις σπουδές τους στην Ρώμη ή σε άλλα μέρη της Δυτικής Ευρώπης. Πολλοί απ' αυτούς δίδασκαν στους νέους ανάγνωση, γραφή και τα πρώτα στοιχεία της θρησκείας και είχαν κάνει το νησί φυτώριο των ιερωμένων της Ανατολής: σε όλα σχεδόν τα λιμάνια της, όπου υπήρχε πρόξενος της Γαλλίας, συναντούσε κανείς και ένα καθολικό ιερέα από την Σύρα. Σύγχρονα οι 25 μοναχοί του τάγματος των καπουκίνων και άλλες τόσες του Αγίου Ιακώβου (Jecobines) συμπλήρωναν την εικόνα της καθολικής εκείνης εστίας. Εκτός απ' αυτές, δύο ουρσουλίνες που περνούσαν μια μεμπτή ζωή στα σπίτια των γονέων τους, φρόντιζαν για την αγωγή των κοριτσιών. Την θέση του νησιού αυτού μέσα στο Αιγαίο την χαρακτηρίζει με τα εξής ο Della Rocca: «Αν και βρίσκεται στην μέση ενός χάους από πλάνες (θρησκευτικές) η Σύρα, δεν υστερεί σε ο,τι αφορά την θρησκεία από τις χώρες που βρίσκονται στο κέντρο του χριστιανισμού. Για όσους δεν γνωρίζουν καλά την Ανατολή είναι μια ευχάριστη έκπληξη να βλέπουν, όταν αγκυροβολούν στην Σύρα, την ελευθερία με την οποία εκδηλώνεται δημοσία η καθολική λατρεία και κυρίως κατά την λιτανεία της Αγίας Δωρεάς. Την ημέρα αυτής της σεμνής τελετής, όσα πλοία των χριστιανικών δυνάμεων βρίσκονται στο λιμάνι της σημαιοστολίζονται και χαιρετούν την πομπή με πολλές κανονιές. Αυτή η γλυκιά ελευθερία που χαίρεται η Σύρα είναι ο καρπός της προστασίας του βασιλιά της Γαλλίας». Από τις εκκλησίες και τα ιδιωτικά παρεκκλήσια αντηχούσε συχνά το μελωδικό πολυχρόνιο: «Domine salvum fac regem nostrum Ludovicum». Ο βασιλιάς της Γαλλίας ήταν «le roi tres-chretiem».

Από τα τέλη όμως του 18ου αι. η αναχώρηση πολλών καθολικών προς τα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Θεσσαλονίκη, για να εξασφαλίσουν τα οικονομικά μέσα για τις οικογένειές τους, καθώς και η άφιξη άλλων ορθοδόξων από τα γειτονικά νησιά, η παντρειά μερικών απ' αυτούς με καθολικές και η οριστική εγκατάστασή τους εδώ αλλοιώνουν βαθμιαία, αλλ' αποφασιστικά την παλιά σύνθεση του πληθυσμού.

Ευνοϊκούς όρους για την εξάπλωση του δυτικού δόγματος μέσα στα νησιά και ιδίως σε εκείνα που είχαν επίκαιρη θέση και κάποιους οικονομικούς πόρους είχαν δημιουργήσει κατά τον 17ο αι. μέσα στο Αιγαίο οι βενετοτουρκικοί πόλεμοι και ιδίως η δράση των καθολικών πειρατών. Το σπουδαιότερο από τα νησιά αυτά ήταν η Πάρος. Το νησί αυτό (με τις τρεις κωμοπόλεις, την Νάουσα η Άγουσα, την Παροικία με τα σπίτια και την εκκλησία της τα καμωμένα από λείψανα και θραύσματα από αρχαία οικοδομήματα , την Κέφαλο και τα 5-6 χωριά), φημισμένο για την γονιμότητά του, για τα σιτηρά, για το κρασί και το βαμβάκι, καθώς και για τις πηγές του, είχε καλά και απάνεμα λιμάνια, πράγμα που έκανε τις μοίρες του βενετικού στόλου ή τους πειρατές να τα επισκέπτωνται συχνά. Επόμενο ήταν οι κάτοικοι να υποφέρουν πολύ από τις ποικίλες καταπιέσεις και αυθαιρεσίες τους και ν' αποβλέπουν προς την ανακούφισή τους από τα δεινά αυτά. Δύο ήταν οι δρόμοι σωτηρίας τους: 1) να τους μετοικίση η Πύλη σε άλλους τόπους, πράγμα δυσκατόρθωτο· η 2) να εγκατασταθούν στο νησί τους ιησουίτες και καπουκίνοι, οι οποίοι -εκτός από τις άλλες ποικίλες υπηρεσίες που θα μπορούσαν να προσφέρουν (πνευματικές, εκπαιδευτικές και ιατρικές) - με τις φιλικές τους σχέσεις με τους πειρατές θ' απέτρεπαν τις καταδυναστεύσεις σε βάρος των νησιωτών.

Εδοκίμασαν και τους δύο τρόπους, αλλά στα σοβαρά ενδιαφέρθηκαν μόνο για την εγκατάσταση των καθολικών μοναχών. Ίσως γιατί προς αυτήν την λύση τους ωθούσαν και οι λίγοι καθολικοί του νησιού. Πράγματι, στα 1765, ύστερ' από αλλεπάλληλες γραπτές αιτήσεις των Παριανών, έρχονται από την Νάξο στην Νάουσα δύο καπουκίνοι, ο Σεραφείμ de Riom και ο Ιλαρίων de Vitelle, που μαζί με τον ηγούμενο Φραγκίσκο d' Aras αγόρασαν τον ορθόδοξο ναό του Αγίου Αθανασίου και αμέσως άνοιξαν σχολείο στο σπίτι, όπου κατοίκησαν.

Ο Ζερλέντης, στηριζόμενος σε ειδήσεις του βιβλίου των καπουκίνων της Νάξου, λέγει ότι η «ενοικίασίς» των στην Νάουσα έγινε δυνατή χάρη στα χρήματα που πήραν από έναν Τούρκο σκλάβο (τους τον χάρισε ο πειρατής Auger), που τον πούλησαν στην Σμύρνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν οι καπουκίνοι εγκαταστάθηκαν στην Πάρο, ο ηγούμενός τους Πολύκαρπος ο Σοσαναίος είπε, ανάμεσα σε άλλα, και τα εξής στους κατοίκους της Παροικίας: «σάς τάζουμε να εμποδίσωμεν να μην σάς πειράζη κανείς ωσάν εμπορέσωμεν και να σάς βοηθήσωμεν εις κάθε πράγμα».

Μολαταύτα οι συνθήκες μέσα στο Αιγαίο και ιδιαίτερα στην περιοχή της Πάρου ήταν τέτοιες, ώστε να είναι αδύνατο οι μοναχοί αυτοί να τηρούν πάντοτε τις υποσχέσεις τους· δεν μπορούσαν κάποτε να προστατέψουν ούτε και τους λίγους ομοδόξους των. Έτσι στα 1710 ο καθολικός ιερέας και οι προύχοντες των καθολικών της Νάουσας παρακαλούν τον αποστολικό επισκέπτη Monsignor Castelli να εξιστορήση στην Sacra Congregazione και στην Αγία Έδρα τις αδικίες και ζημίες, που τους κάνουν κυρίως οι χριστιανοί πειρατές, και ζητούν «με πικρότατα δάκρυα την βοήθεια και την προστασία της Αγίας Έδρας»: ν' απαγορεύση ο πάπας στους καθολικούς πειρατές, με απειλή τον κεραυνό του αφορισμού και άλλες εκκλησιαστικές ποινές, να καταπιέζουν και να ληστεύουν τους καθολικούς κατοίκους.

Οι χριστιανοί και των δύο δογμάτων ζουν ειρηνικά και συχνές είναι οι επιγαμίες μεταξύ τους, οι οποίες συντελούν στην αρμονική αυτή συμβίωση. Είναι περίεργο ότι οι ιησουίτες δεν παρουσιάζονται -στα φανερά τουλάχιστο- να εμποδίζουν την φιλική αυτή αναστροφή, που, όπως είναι πρόδηλο, απειλεί την καθολική μειονότητα. «Οι μισσιονάριοι, γράφει ο Tarillon, προσπαθούν και αυτοί να συντηρούν την καλή αυτή επικοινωνία και να εργάζωνται για την σωτηρία όλων».

Δηλωτικό του ανεκτικού πνεύματος που επικρατούσε στο νησί ήταν ότι ως τα τέλη του 18ου αι. ο καθολικός ιερέας λειτουργούσε και τελούσε όλες τις ενοριακές ακολουθίες, χωρίς κανείς ορθόδοξος να τον εμποδίζη. Κοινή μάλιστα λειτουργία γινόταν το Μεγάλο Σάββατο και στις 16 Αυγούστου μέσα στον αρχαιότερο και πολυτελέστερο ναό των ορθοδόξων, στο γνωστό μοναστήρι της Εκατονταπυλιανής, όπου κατά παλαιότατη παραχώρηση είχαν ιδρύσει οι καθολικοί ιερό βήμα προς τιμή του αγίου Αντωνίου του Παταβίνου. Πηγαίνοντας προς το μοναστήρι, δεξιά, υπήρχε μονή των καπουκίνων με καλοκτισμένη εκκλησία και ωραίο κήπο. Οι δυο μοναχοί του στα 1700 αποζούσαν από τις ελεημοσύνες και δίδασκαν ελληνικά και Ιταλικά.

Σχετικά με την αλληλοανοχή ορθοδόξων και καθολικών την εποχή αυτή ενδιαφέροντα είναι όσα ήταν γραμμένα σε παλιό σημείωμα: «Συνήθεια παλαιά ήτον ότι την ημέρα της Αγίας Δωρεάς να πηγαίνουσι όλοι οι ιερείς των Ρωμαίων εις την λειτουργίαν ακολουθόντας εις την λιτήν όπου γίνεται εις την Χώραν· ομοίως οι κληρικοί να παραστέκουνται εις την λειτουργίαν του Αγίου Αντωνίου όπου είναι ο τιτουλάριος του ιδίου βήματος· και δια ανταπόκρισιν της αρχοντίας επήγαινεν πάλιν ο βικάριος με όσους ιερείς ήθελεν ευρεθούσι Λατίνους εις την λιτήν ήγουν εις τον επιτάφιον του μεγάλου σαββάτου και του επιταφίου της Παναγίας δεκαπενταυγούστου με όλους του τους εφημερίτας, δίδοντας ακόμη άδειαν των εφημερίτων του να ακολουθούσιν εις όλαις τις άλλαις λίταις του χρόνου των Ρωμαίων».

Οι ορθόδοξοι, εκτός από την Εκατονταπυλιανή, είχαν πολλές εκκλησίες όχι μόνον μέσα στις κωμοπόλεις, αλλά και στην ύπαιθρο. Οι αγροτικές αυτές εκκλησίες ήταν πάμπολλες, αλλά οι περισσότερες αφρόντιστες και, όπως έλεγε περιφρονητικά ο αποστολικός επισκέπτης Castelli στα 1710, ήταν «μάλλον καλύβες ή σπηλιές και καταφύγιο των ζώων, παρά οίκοι αφιερωμένοι στον Θεό».

Ο αριθμός των καθολικών της Πάρου μειώνεται αργά αλλά σταθερά κατά την διάρκεια του 18ου αι. Κατά τα μέσα μάλιστα του αιώνα, με την απήχηση των διαφόρων πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων, με την εξάπλωση της παιδείας και την βαθμιαία αφύπνιση των εθνικών συνειδήσεων οι άλλοτε αρμονικές σχέσεις των κατοίκων των δύο δογμάτων άρχισαν να διαταράσσωνται. Η κατάσταση επιδεινώνεται με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774, οπότε η Πάρος με τους ασφαλείς της όρμους γίνεται ο κύριος σταθμός της ρωσικής μοίρας. Εκεί συγκεντρώνονταν, εκτός από τους Ρώσους, και οι άτακτοι Έλληνες ναυτικοί, ιδίως οι φανατικοί ορθόδοξοι αλβανόφωνοι της Ύδρας, Σπετσών και του Σουλίου, οι οποίοι απαγόρευσαν την είσοδο των δυτικών στην Εκατονταπυλιανή, όπου είχαν παρεκκλήσι και βωμό, και κατέστρεψαν την μονή και εκκλησία των καπουκίνων στην Παροικία· ακόμη βεβήλωσαν και τάφους. Τότε οι περισσότεροι από τους 40 περίπου καθολικούς (έναντι των 6.000 ορθοδόξων) σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη. Μετά την λήξη του πολέμου επέστρεψαν μερικοί, ώστε κατά τα τέλη του 18ου αι. έφθαναν μόλις τα 23 άτομα. Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί και κατοικούσαν μόνο στην Παροικία. Μάταια ο πιο πλούσιος ανάμεσά τους ο Λεονάρδος Κονδύλης, θερμός καθολικός και προύχοντας του τόπου, προσπαθούσε ν' αναζωογονήση τον καθολικισμό που έσβηνε μοιράζοντας ελεημοσύνες στους φτωχούς ομοδόξους του και προστατεύοντάς τους όσο μπορούσε. Έτσι ο καθολικός αρχιεπίσκοπος Παροναξίας Ιωάννης Βαπτιστής Crispi, ο οποίος καταγγέλλει τις κακοήθειες μερικών ορθοδόξων σε βάρος των καθολικών και των θρησκευτικών ιδρυμάτων τους, διαπίστωνε μελαγχολικά στην έκθεσή του προς την Sacra Congregazione ότι από τους τρεις άλλοτε ιερείς, που εξυπηρετούσαν τις πνευματικές ανάγκες του ποιμνίου τους ως εφημέριοι η ως εξωτερικοί επίτροποι στην Παροικία, Νάουσα και Αντίπαρο, τώρα μόνον ένας λειτουργούσε με τον τίτλο του βικαρίου και με μόνιμη έδρα την Παροικία, γιατί πουθενά αλλού δεν υπήρχαν πια καθολικοί.

Οι καθολικοί στην Άνδρο, Σαντορίνη και Τήνο.

Και στην όμορφη Άνδρο με τα ψηλά βουνά και τις ειδυλλιακές κοιλάδες της, με τα εξοχικά σπίτια της, τους ωραίους κήπους και την ποικιλία των οπωροφόρων της, ο αριθμός των οπαδών του δυτικού δόγματος (300 περίπου έναντι 9.000 ορθοδόξων) ελαττώνεται συνεχώς, γιατί η τουρκοκρατία δημιούργησε και εδώ, όπως παντού, όρους ευνοϊκούς για την αφύπνιση και αναθάρρηση των ορθοδόξων, καθώς και για την προσέλευση των καθολικών στην ορθοδοξία.

Από τις αρχές κιόλας του 17ου αι. το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται με επιταχυνόμενο ρυθμό: οι ορθόδοξοι κινούνται θαρραλέα τόσο στον θρησκευτικό, όσο και στον πολιτικό και κοινωνικό τομέα. Τις απόψεις μου ενισχύει και η πλήρωση έπειτα, στα 1610, της ορθόδοξης επισκοπικής έδρας της Άνδρου. Η νέα επισκοπή επεδίωξε και πέτυχε -όπως έγινε και στα άλλα νησιά- να ξαναπάρη στην εξουσία της ένα μέρος από τα εκκλησιαστικά κτήματα, που είχαν καταλάβει οι Φράγκοι στις αρχές του 13ου αι. Έτσι τώρα υπάρχουν και εκεί δύο επίσκοποι, ο λατίνος και ο ορθόδοξος. Με αυτόν τον τρόπο οι ορθόδοξοι Ανδριώτες απαλλάσσονται από την υποτέλειά τους στον πάπα και από την βίαια ένωσή τους με την καθολική εκκλησία.

Το πνεύμα της θρησκευτικότητας είναι ιδιαίτερα έντονο την εποχή αυτή. Χαρακτηριστική είναι η αθρόα ίδρυση εκκλησιών και μοναστηριών κατά τον 16ο, 17ο και 18ο αι. Πολλά απ' αυτά έπειτα κατερειπώθηκαν για διάφορους λόγους, κυρίως γιατί οι μοναχοί ή οι μοναχές ήταν λίγοι και δεν έβρισκαν διαδόχους.

Σύγχρονα ένα άλλο γεγονός συνέβαλε στην επικράτηση της ορθοδοξίας: η αποχώρηση των καπουκίνων από το νησί κατά τα τελευταία έτη του κρητικού πολέμου εξ αιτίας των αυθαιρεσιών των πληρωμάτων του τουρκικού στόλου έδωσε την ευκαιρία στον ορθόδοξο επίσκοπο να εντείνη την δραστηριότητά του. Έτσι προσελκύει στο ποίμνιό του τους περισσοτέρους από τους καθολικούς του νησιού, οι οποίοι μάλιστα είχαν και παράπονα εναντίον του τελευταίου λατίνου επισκόπου Ιγνατίου Ρόζα (1670-1710). Άλλωστε ο αριθμός των καθολικών είχε μειωθή σημαντικά κατά την διάρκεια του 17ου αι. εξ αιτίας των μεικτών γάμων, γιατί συνήθως τα παιδιά των οικογενειών αυτών βαπτίζονταν και ανατρέφονταν σύμφωνα με τα νόμιμα της ορθόδοξης εκκλησίας. Ομαδική μετάσταση καθολικών στην ορθοδοξία έγινε πιθανόν την Μεγάλη Εβδομάδα του 1693, οπότε ο Ιγνάτιος Ρόζα είχε κληθή στην Ρώμη να δώση εξηγήσεις για την αναταραχή, που είχε προκαλέσει στην καθολική κοινότητα. Ίσως στα γεγονότα αυτά οφείλεται και η επάνοδος των καπουκίνων στο νησί στα 1700, δηλαδή ένα χρόνο μετά την παγίωση της ειρήνης στην ΝΑ Ευρώπη με την συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699). Τότε με την βοήθεια των κατοίκων, ορθοδόξων και καθολικών, κατορθώνουν να ξανακτίσουν το μοναστήρι και την ωραία εκκλησία τους, του Αγίου Βερναρδίνου, που είχε εν τω μεταξύ ερειπωθή.

Για το έργο των καπουκίνων και των άλλων καθολικών ιερέων μιλούν με ενθουσιασμό οι περιηγητές από το δεύτερο μισό του 17ου αι. ως τις αρχές του 18ου (από τον Thevenot ως τον Ρ. Lukas), παρασυρόμενοι ίσως από αυτοεπαίνους των ίδιων των μισσιοναρίων. Ο αρχιεπίσκοπος όμως Ιουστινιάνης όχι μόνον δεν είναι ευχαριστημένος στα 1700, αλλά λυπάται βαθιά παρατηρώντας την βαθμιαία αποσκίρτηση των δυτικών προς την ορθοδοξία. Τα αίτια τ' αποδίδει στην μακροχρόνια απουσία των ιεραρχών τους από το νησί, στην έλλειψη ζήλου και στην ανικανότητα και αμάθεια των ιερέων. Και καταλήγει με θλίψη: ενώ πρώτα οι δυτικοί ήταν 2-3.000, τώρα παρεπίδημοι και μόνιμοι κάτοικοι μόλις ανεβαίνουν στους 50· οι υπόλοιποι 6.000 είναι ορθόδοξοι, σκορπισμένοι σε διάφορα χωριά και μεγάλους πύργους.

Ο Pere J. X. Portier τον επόμενο χρόνο, στα 1701, σημειώνει ότι άλλοτε οι οικογένειες των δυτικών ανέβαιναν ως τις 800 περίπου, ότι οι περισσότερες (και αυτό είναι μάλλον ανακριβές) έπεσαν θύματα μιας επιδημίας, που ερήμωσε το νησί, και ότι οι υπόλοιπες αυτοεξορίστηκαν, για ν' αποφύγουν τις καταδιώξεις των ορθοδόξων (εννοεί άραγε τις βίαιες αντιδράσεις των Ελλήνων μετά την κατάλυση του δουκάτου;), ή προσήλθαν στην ορθοδοξία. Στα 1701 οι υπολειπόμενοι δυτικοί κυρίως ήταν τα μέλη της μεγάλης φραγκικής οικογένειας των Della Grammatica, των αδελφών Νικολάου και Αντωνίου, με επικεφαλής τον πρώτο, πρόξενο της Γαλλίας, που είχε μεγάλη δύναμη και κύρος μέσα στο νησί. Από τα 7 παιδιά του Νικολάου - ο δεύτερος ήταν άτεκνος- δύο ή τρεις μόνον ακολούθησαν το δόγμα του πατέρα τους. Οι άλλοι προσήλθαν στην ορθοδοξία.

Μολαταύτα, οι μισσιονάριοι αγωνίζονται σκληρά. Συγκεκριμένα οι ιησουίτες -παρά τις πρόσκαιρες επισκέψεις τους στο νησί- με τις θερμές διδασκαλίες και τα κηρύγματά τους αφήνουν βαθιές εντυπώσεις στον λαό και στους άρχοντες, στους α ρ χ ο υ ς, όπως τους ονομάζουν. Οι ιεραπόστολοι εντυπωσιάζονται μάλιστα τόσο από την ευγένεια, την καλοσύνη, την φιλοξενία και την θρησκευτική ανοχή των νησιωτικών αυτών πληθυσμών, ώστε ένας από αυτούς αναφωνεί· «Queln bien ne ferait-on pas dans ces vastes contrees, si nous etions sevourus d'un plus grand nombre d'ouvriers evageliques!».

Και φαίνεται κατορθώνουν να προσηλυτίσουν ή να κλονίσουν πολλούς, ώστε να διαφημιστή το γεγονός και ο πατριάρχης Γαβριήλ Γ', που είχε ανησυχήσει, να συμβουλεύση στα 1706 τους Ανδριώτες ν' απομακρυνθούν από την ετερόδοξη διδασκαλία και να μείνουν πιστοί στα δόγματα της ορθοδοξίας. Αυστηρά επιτιμά γενικά τους νησιώτες: «. . .με τι εύλογον στοχασμόν μόνοι εσείς οπού κατοικείτε εις τας νήσους ταύτας παρά τους άλλους απανταχού χριστιανούς ελάχατε να είσθε έτσι ολιγόψυχοι εις την πίστιν, οπού αρνήθητε τόσον εύκολα τον ζήλον των γονέων και προπατόρων σας;. . . . Αποστρέψατε τα πρόσωπά σας από τους πλάνους αυτούς και πονηρούς υποκριτάς, τους Φραγγοπατέρας. Κλείσατε τα ώτα σας και μην ακούετε πλέον τας διδαχάς τους . . ., εάν θέλετε να είσθε συμμέτοχοι των θείων επαγγελιών». Εδώ, φαίνεται, σταμάτησε ο προσηλυτισμός και οι κλονισμένοι ξανακέρδισαν την παλιά τους γαλήνη.

Κατά τα μέσα του 18ου αι. ο αριθμός των δυτικών της Άνδρου μειώνεται ακόμη περισσότερο. Από την εποχή αυτή αρχίζει η πνευματική αναγέννηση των Ανδριωτών και η ανάδειξη φωτεινών ιερωμένων. Λειτουργούν μεγάλα και λαμπρά ορθόδοξα μοναστήρια, όπως του Άγρα σε μικρή απόσταση από το λιμάνι Γάβρειο και της Παναχράντου έξω από την πόλη, και δρουν επιφανείς λόγιοι κληρικοί, μερικοί από τους οποίους ανεβαίνουν και στους πατριαρχικούς θρόνους Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας . Τελικά η έλλειψη πιστών αναγκάζει τους καπουκίνους να φύγουν από το νησί. Στα 1770 η έδρα του επισκόπου είναι κενή και μόνον ένας ιερέας που στέλνεται από την Ρώμη με τον τίτλο του βικαρίου τον αντιπροσωπεύει εκεί.

Στα 1784 οι καπουκίνοι πουλούν για 1.510 γρόσια και το μοναστήρι του Αγίου Βερναρδίνου, που εξακολουθούσαν να κατέχουν, στον βικάριο Ιάκωβο Μπαρότση. Οι τελευταίοι καθολικοί της Άνδρου εξακολουθούν να είναι μερικά μέλη του οίκου Della Gammatica (του κλάδου Μπούζαλη), εγκατεστημένα στο χωριό Απατούρια. Οι απόγονοί τους όμως τελικά προσέρχονται στην ορθοδοξία.

Αλλά και τα μνημεία της λατρείας των δυτικών εξαφανίζονται με το πέρασμα των χρόνων. Εκτός από τον Αγ. Ανδρέα και τον δισυπόστατο ναό του Αγ. Βερναρδίνου-Αγ. Νικολάου στην πρωτεύουσα, υπήρχαν και πολλοί άλλοι φραγκικοί ναοί, οι περισσότεροι παρεκκλήσια, που σήμερα ή έχουν χαθή από το πρόσωπο της γης ή είναι ερειπωμένα. Μόνον τα ξενικά βαπτιστικά ονόματα, που έχουν σήμερα ορθόδοξοι Ανδριώτες, πως Αυγουστής, Γάσπαρης, Ζάννες, Λινάρδος, Λουρέντζος, Φραντζέσκος κ.λ.π. η Ανέζα, Διασέτα, Όρσα, Φλωρέζα κ.λ.π., θυμίζουν την μακρινή φραγκοκρατία.

Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η ιστορία της καθολικής κοινότητας της Σαντορίνης, που είναι ασφαλώς το πιο εντυπωσιακό νησί του Αιγαίου. Οι πανύψηλοι - σχεδόν απότομα αναδυόμενοι από τα βαθύτατα νερά της - βράχοι, που προκαλούν τον ίλιγγο, το ηφαίστειο με την δραματική ιστορία των εκρήξεών του, οι υποβλητικές ηφαιστειώδεις χαραδρώσεις της, οι πολλές και βαθιές σπηλιές της, η έλλειψη πηγών, το κατάξερο και σχεδόν καψαλισμένο έδαφος, επάνω στο οποίο όμως ευδοκιμούν τα πολλά αμπέλια της, που βγάζουν το ξακουστό σαντορινιώτικο κρασί, τα χωράφια της, που είναι εύφορα, αν και ποτέ δεν ποτίζωνται και δεν λιπαίνωνται, δημιουργούν εντυπώσεις που μένουν βαθιά χαραγμένες στην ψυχή του επισκέπτη. Όσο η φύση με την βιβλική της όψη φαινόταν ν' αποδιώχνη τους ανθρώπους από την Σαντορίνη, τόσο περισσότερο αυτοί προσκολλούνταν επάνω της με αγάπη.

Το νησί είναι φτωχό, γιατί -εκτός από το κρασί- περιορισμένα είναι τα προϊόντα του: κριθάρι, φασόλια, αρακάς, κεχρί, σησάμι, πεπόνια κ.λ.π. σε μικρές ποσότητες. Λίγο επίσης είναι και το χόρτο για τα ζώα. Το πόσιμο νερό είναι βρόχινο και το μαζεύουν επάνω στα δώματα. Το κυνήγι των αποδημητικών πουλιών, που περνούν από το νησί το φθινόπωρο, καθώς και το ψάρεμα δίνουν το κρέας στους Σαντορινιούς.

Οι ορθόδοξοι μέσα στο νησί ήταν δεκαπλάσιοι από τους δυτικούς, όπως και στην Νάξο: στους 7.000 κατοίκους μόνο 700 ήταν οι καθολικοί. Στους ορθοδόξους επίσης ανήκαν και οι περισσότερες απ' τις 300 εκκλησίες και παρεκκλήσια της Σαντορίνης με πλήθος ονομάτων. Ποικιλώνυμες επίσης και γραφικές ήταν και οι εκκλησίες των καθολικών, οι οποίοι ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στον Σκάρο. Αξίζει να μνημονευθή ιδιαίτερα η γυναικεία μονή των δομινικανών, η S. Catarina di Siena, η μοναδική μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία, που την είχε ιδρύσει στα 1595 ο καθολικός επίσκοπος Antonio de Marchis (1588-1611). Εκεί κοντά υψωνόταν στα 1651 και μια ορθόδοξη γυναικεία μονή, του Αγ. Νικολάου, όπου ασκούνταν 30 μοναχές, οι οποίες έτρεφαν φιλικά αισθήματα προς τους ιησουίτες, τον πάπα και γενικά προς την δυτική εκκλησία.

Κατά τα τέλη του 17ου αι. «κατ' εξαίρεσιν ίσως των άλλων νήσων», όπως λέγει ο Sauger, καθολικοί και ορθόδοξοι ζουν αρμονικά, μέσα σε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικών δοξασιών με έντονο χρώμα, ποικίλων άλλων λαϊκών παραδόσεων, ηθών και εθίμων, δεισιδαιμονιών κ.λ.π. . Στα 1704 όμως σημειώνονται ορισμένες προστριβές, αλλά είναι πρόσκαιρες και η γαλήνη βασιλεύει και πάλιν ανάμεσα στους οπαδούς των δύο δογμάτων. Οι ιησουίτες διατηρούν σχολείο και ταξιδεύουν στα γύρω νησιά Ίο, Αμοργό, Φολέγανδρο, Σίκινο και Ανάφη και κάνουν κηρύγματα και διδαχές.

Οι καθολικοί όμως, όπως παντού, χάνουν συνεχώς έδαφος. Ολόκληρες οικογένειες, κατά το τέλος του 17ου αι. και τις αρχές του 18ου αι., ασπάζονται την ορθοδοξία. Στα 1757, ακόμη και στα χωριά Πύργος και Εμπορειό, όπου άλλοτε κατοικούσαν πολυάριθμες καθολικές οικογένειες, είχαν πια μείνει δυο-τρεις ψυχές. Κι' όμως γι' αυτές, πριν από έναν ακριβώς αιώνα, έγραφε συγκινημένος ο Pere Richard ότι συμμετείχαν με κατάνυξη στις, πομπές και στα κηρύγματα και σέβονταν βαθύτατα τον πάπα: «η ευχή του μετά μας» έλεγαν φωναχτά.

Τα κύρια αίτια της αραιώσεως του καθολικού ποιμνίου ήταν πολλά, κατά τον Hofmann: η έλλειψη ιερέων, κακή συμπεριφορά ορισμένων, οι μεικτοί γάμοι και η απομόνωση μικρών ομάδων μέσα στα ορθόδοξα χωριά, πράγμα που τους ανάγκαζε να εκκλησιάζωνται μέσα στις ορθόδοξες εκκλησίες. Έπειτα, τα ταξίδια των κατοίκων, που τους μορφώνουν και τους πλουτίζουν, ευνοούν την ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων και διευκολύνουν την διάχυση των δύο στοιχείων. Τέλος η ελληνική επανάσταση του 1821 ξυπνά τους ορθοδόξους και τους κάνει να σηκώνουν κεφάλι και να μην αναγνωρίζουν τις παλιές φεουδαλικές συνήθειες των καθολικών προυχόντων. Στα 1830 οι καθολικοί της Σαντορίνης κατεβαίνουν στους 612. Οι μισοί σχεδόν, 50 οικογένειες, κατοικούν στην μικρή πρωτεύουσα του νησιού Φηρά (αφότου εγκαταλείφθηκε ο Σκάρος) και αποτελούν μια συμπαγή κοινότητα, σταθερά αφοσιωμένη στην δυτική εκκλησία: είναι οι άρχοντες και οι κτηματίες του νησιού. Οι υπόλοιποι καθολικοί είναι σκορπισμένοι στα άλλα 4 κάστρα και ανακατεμένοι με τους ορθοδόξους. Συνεχώς παρατηρούνται προσελεύσεις προς την ορθοδοξία. Την εποχή αυτή ο φανατισμός των «Ελλήνων», όπως γράφει στην έκθεσή του της 29 Ιανουαρίου / 9 Φεβρουαρίου 1830 ο καθολικός επίσκοπος Luka de Cigalla, είναι αξιοσημείωτος. Το πράγμα δείχνει πολύ καθαρά ότι η ζωηρή αφύπνιση της ελληνικής εθνικής συνειδήσεως, η ταύτισή της με την ορθοδοξία και κατόπιν οι αγώνες της ανεξαρτησίας έφερναν την ορθόδοξη κοινότητα αντιμέτωπη προς την καθολική. Η θέση της τελευταίας γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη, γιατί αποτελούσε θρησκευτική μειονότητα, απομονωμένη κάπως από την γενική ολότητα, εφόσον οι Σαντορινιοί, όπως και οι άλλοι νησιώτες που είχαν μεικτές θρησκευτικές ομάδες, χωρίζονταν από τους δυτικούς ιερωμένους σε «καθολικούς» και «Έλληνες». Η μόνη λύση για τους καθολικούς να βγουν από το πλέγμα αυτό του απομονωτισμού -και αυτό αποτελούσε ένα ισχυρό ψυχολογικό κίνητρο- ήταν να προσέλθουν στην ορθοδοξία.

Στην βενετοκρατούμενη Τήνο η καθολική προπαγάνδα δεν μπόρεσε ν' αναπτύξη μεγάλη δράση. Μολονότι οι Βενετοί δεν ανέχονταν την παρουσία των ιησουιτών, κατόρθωσαν αυτοί στα 1679 -επί του προτελευταίου λατίνου επισκόπου Angelus Venerius- να εγκατασταθούν στο Εξωβούργο του νησιού και να κτίσουν μονή. Ο συνάδελφός τους Carayon υποστηρίζει ότι οι μισσιονάριοι ανέπτυξαν αξιοσημείωτη εκπολιτιστική δράση και εργάστηκαν πολύ για την εξημέρωση των ηθών των κατοίκων Οξωμεριάς Τήνου. Εκτός από τις καθολικές εκκλησίες της Τήνου, αξίζει να μνημονευθή η παλαιά μονή των ουρσουλινών στην κωμόπολη Λουτρά, η οποία συντηρείται, όπως και σήμερα, μόνο με τα εργόχειρά τους.

Οι ορθόδοξοι είχαν 200 παπάδες υπό τον πρωτοπαπά, αλλά υπάγονταν στον λατίνο επίσκοπο του τόπου. Αυτός αποφαινόταν και για την ικανότητα των υποψηφίων παπάδων, αφού εδήλωναν προηγουμένως ότι αναγνωρίζουν το πρωτείο του πάπα και της δυτικής εκκλησίας.

Αξιοσημείωτη ήταν και σ' αυτό το νησί η ειρηνική συμβίωση ορθοδόξων και καθολικών. Σε όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες του υπήρχε βήμα για τους δυτικούς ιερείς, από το οποίο ελεύθερα ανέπτυσσαν τις ιδέες τους για τα αμφισβητούμενα σημεία των δύο δογμάτων. «Κατά τας επισήμους εορτάς και παρατάξεις, έγραφε ο ιστορικός του τόπου Δρόσος, συνεκκλησιάζετο αμφοτέρων των δογμάτων ο κλήρος, εν δε τω εισέρχεσθαι εν τω ναώ, οι του ανατολικού ιερείς προπορευομένου του αρχιπρεσβυτέρου απεκάλυπτον την κεφαλήν των παρά τα νενομισμένα της θρησκείας των· τελουμένης δε της λειτουργίας ο υποδιάκονος Λατίνος έψαλλε την πράξιν του Αποστόλου, την οποίαν επανελάμβανεν έπειτα ο Ανατολικός διάκονος· το ίδιον και εις την απαγγελίαν του Ευαγγελίου». Η αλληλοανοχή αυτή των οπαδών των δύο τον δογμάτων ήταν ο κύριος λόγος που έφερνε τον ένα κοντά στον άλλο και ευνοούσε τα μεικτά συνοικέσια. Οι προσελεύσεις στην ορθοδοξία σημειώνουν αισθητή αύξηση επί Τουρκοκρατίας. Ακόμη όμως ως την επανάσταση του 1770 οι καθολικοί αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού του νησιού.

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας ο Γάλλος πρόξενος της Σύρας Ernest Ledhuy σ' ένα υπόμνημά του προς την κυβέρνησή του παρατηρεί, τον Ιούνιο του 1835, ότι στην Τήνο κυρίως η επίδραση των καθολικών είναι περισσότερο αισθητή παρά σε οποιοδήποτε άλλο νησί και ότι η επιθυμία τους να κρατήσουν τα ιδιαίτερα προνόμια, που είχαν επί τουρκοκρατίας, τους κάνει να κρατούν σε απόσταση τους ορθόδοξους συμπατριώτες τους. Η μακραίωνη βενετοκρατία στο νησί είχε αποτυπώσει τις επιδράσεις της στην ομιλία του τόπου (οι κάτοικοι της πρωτεύουσας μιλούσαν βενετικά), στην ενδυμασία και στα πολυώροφα κωδωνοστάσια, όπως και στα Επτάνησα.

Οι καθολικοί στα άλλα νησιά του Αιγαίου.

Αν οι μισσιονάριοι δεν εσημείωσαν επιτυχίες στα μεγάλα κάπως νησιά των Κυκλάδων, όπου άλλωστε υπήρχαν αξιόλογοι πυρήνες καθολικών, ήταν επόμενο ν' αποτύχουν στα μικρά, όπου ο αριθμός των μελών του καθολικού ποιμνίου είχε μειωθή στο ελάχιστο με το πέρασμα των αιώνων. Έτσι π.χ. στην Σίφνο στα 1700 δεν ζούσαν περισσότεροι από 20. Και αυτοί δεν ήταν εντόπιοι, αλλά Φράγκοι (παλιοί πειρατές, φαίνεται, και τυχοδιώκτες, έμποροι λειών), που ανέτρεφαν πια τα παιδιά τους με το ορθόδοξο δόγμα. Ουσιαστικά το καθολικό δόγμα είχε πάψει να υφίσταται μετά τον θάνατο του τελευταίου καθολικού επισκόπου Della Rocca. Ο ιησουίτης J. Χ. Portier, που επισκέφθηκε το νησί στα 1701, αναπολεί γεμάτος θλίψη και νοσταλγία το παρελθόν με τους δυνάστες Gozzadini και τις άλλες επίσημες δυτικές οικογένειες οι απόγονοί τους μετά την τουρκική κατάκτηση είχαν σιγά σιγά «εκφυλιστή», όπως γράφει, και είχαν προσέλθει όλοι στην ορθοδοξία.

Την εποχή εκείνη το νησί το κατοικούσαν 6.000 ορθόδοξοι σκορπισμένοι στα έξι χωριά και στο Κάστρο κοντά στην θάλασσα. Εκεί έδρευε ο επίσκοπος, ο οποίος είχε υπό την δικαιοδοσία του τα νησιά Ίο, Φολέγανδρο, Σίκινο, Αμοργό, Αστυπάλαια, Ανάφη, Μύκονο και Σέριφο. Μέσα στην Σίφνο υπήρχαν 50 ιερείς, που λειτουργούσαν στις ισάριθμες ενορίες. Επομένως ο ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος ήταν πολύ πιο πλούσιος από τον καθολικό. Οι κάτοικοι διψούσαν για πραγματικά ψυχωφελή διδασκαλία, την οποία όμως δεν μπορούσαν να την δώσουν οι απλοί και αγράμματοι ορθόδοξοι ιερείς, όσο και αν τους θέρμαινε η πίστη και η ευλάβεια. Γι' αυτό και οι μορφωμένοι ιησουίτες ιεραπόστολοι, που περνούσαν από καιρό σε καιρό, έβρισκαν τις ψυχές των νησιωτών πρόθυμες ν' ακούσουν την λειτουργία, να δεχθούν το κήρυγμα και γενικά τις νουθεσίες είτε μέσα στις εκκλησίες είτε και στα σπίτια τους.

Στα 1770 στην Σίφνο δεν είχαν απομείνει παρά 3 ή 4 καθολικοί με ένα βικάριο. Στην Σέριφο ή Σέρφο δεν υπήρχαν πια καθολικοί ούτε και η ανάμνηση ότι έζησαν ποτέ σ' αυτήν. Μέσα στο απόκρημνο Κάστρο της με την θλιβερή του όψη ζούσαν στις αρχές του 18ου αι., σύμφωνα με την έκθεση του καθολικού επισκόπου Αντ. Ιουστινιάνη, 800 φτωχοί και αγράμματοι κάτοικοι, που τρέφονταν κυρίως με λίγο τυρί και χοιρινό κρέας που αφθονούσε.

Στην Τζιά την ίδια εποχή ζούσαν 10 περίπου καθολικοί με επικεφαλής τον μισσιονάριο δον Ιωάννη Σκορδίλη. Είχαν ένα βήμα (αλτάριο) στο όνομα της Αγ. Αικατερίνης μέσα στην ορθόδοξη εκκλησία της Αγ. Τριάδος. Μήπως η εκκλησία αυτή ήταν η ίδια με της Αγ. Αικατερίνης των καθολικών, που την ιδιοποιήθηκαν τελικά οι ορθόδοξοι; Πάντως και όσοι απέμειναν προσήλθαν τελικά στην ορθοδοξία και αφομοιώθηκαν. Ως μόνο ίχνος της φραγκικής καταγωγής και της αλλοτινής παρουσίας τους άφησαν τα επώνυμά τους: Δεστουνιάνος, Φραγγούς, Καμπαρούτσος, Μπελαβίλας, Καβαλλιέρος, Κοζαδίνος, Δεπάστας, Βιτσέντσος, Δαλαρέτος κ.λ.π.

Η Κύθνος (Θερμιά) με τα δύο της χωριά, την Μεσαριά και τον Σύλικα, αριθμούσε 3.000 κατοίκους, από τους οποίους 20 μόνον ήταν καθολικοί και αυτοί σχεδόν ξένοι, Γάλλοι πειρατές. Ήταν παντρεμένοι με Ελληνίδες και δεν έμεναν για πολύ χρόνο στο νησί, επειδή φοβούνταν τους Τούρκους. Οι παλιοί ντόπιοι καθολικοί με το πέρασμα των χρόνων είχαν πια γίνει ορθόδοξοι. Ο καθολικός ιερέας δον Φραγκίσκος Ρώσης ήταν αδύνατο να συντηρηθή με τον ετήσιο μισθό των 15 σκούδων, όταν έλειπαν οι ελεημοσύνες των πειρατών. Ούτε και οι missions volantes, που έκαναν από καιρό σε καιρό στο απόμερο εκείνο νησί ενθουσιώδεις ιησουίτες, ήταν δυνατόν -παρά την φιλική στάση των νησιωτών, των απογοητευμένων από την αγραμματωσύνη και φιλοχρηματία των ορθόδοξων ιερέων- να ξανακερδίσουν τις ψυχές που είχαν χαθή. Ύστερ' από μισό αιώνα, στα 1752, είχε ερειπωθή και η εκκλησία του πειρατή Cardi και δεν υπήρχε πια κανείς καθολικός μέσα στο νησί.

Η Κίμωλος στις αρχές του 18ου αι. μέσα στους 700-800 κατοίκους με τα 150 περίπου σπίτια αριθμούσε μερικές μόνο οικογένειες Γάλλων που εμπορεύονταν. Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι ήταν πειρατές ή κλεπταποδόχοι και μεταπράτες των πειρατικών λειών. Μόλις κατέπλεαν Γάλλοι, ζητούσαν να μάθουν νέα από την πατρίδα τους, πράγμα που έδειχνε ότι η συνείδηση της καταγωγής τους ήταν ακόμη ζωηρή. Εκεί ήταν διορισμένοι ένας Γάλλος και ένας Άγγλος πρόξενος, γηγενείς, από τις σημαντικές οικογένειες του τόπου. Παντρεύονταν Ελληνίδες και τα παιδιά τους ακολουθούσαν το δόγμα της μητέρας τους. Η εκκλησία τους, η Παναγία του Ροζαρίου, είχε κτιστή με ελεημοσύνες των πειρατών στα χρόνια του επισκόπου της Μήλου Σέρον. Οι κάτοικοι διατηρούσαν ευχάριστες αναμνήσεις από την ευεργετική δράση του Pere Jacques-Xavier Portier και ενός συντρόφου του-πριν από πολλά χρόνια- στην μικρή, αλλά και απολίτιστη κοινωνία του νησιού. Στα 1771 οι καθολικοί ήταν πολύ λίγοι, με ένα βικάριο, και είχαν μια εκκλησίτσα έξω από το Κάστρο, η οποία ανήκε άλλοτε στους καπουκίνους. Κατά τα τέλη του 18ου αι. οι μόνες καθολικές οικογένειες ήταν ενός πλοηγού των γαλλικών πλοίων και η οικογένεια Βρέστ, που αργότερα εγκαταστάθηκε στην Μήλο. Είχαν φύγει και οι καπουκίνοι από το νησί και στο ερειπωμένο τους οίκημα έμενε πια ένας γέρος Χιώτης ιερέας ονομαζόμενος Μαρκόπολις, που τιτλοφορούσε τον εαυτό του «μέγαν βικάριον» (!) και λειτουργούσε στην καθολική εκκλησία. Ανάμνηση της παλιάς αυτής φραγκικής παροικίας ήταν τα πολλά, ακόμη ως τις αρχές του αιώνα μας επώνυμα, όπως π.χ. Βαρβαρίγος, Βενιέρης, Βεντούρης, Βίλλας, Γαλιάτης, Πρεζάνης, Ραβιόλης, Σαραμάσκος, Σάρδης κ.λ.π., Καθώς και τα βαφτιστικά Αγγελέττος, Ντομίνικος, Φραντζέσκος, Βιντζέντζος, Μπενεδέττος, Πέρος, Ζέππος κ.λ.π. Το περίεργο είναι ότι σε μερικές από τις παραπάνω οικογένειες δίνονταν κατά παράδοση -όχι συνειδητή- ορισμένα μόνο βαπτιστικά.

Στην Μύκονο κατά τις αρχές του 18ου αι. ζούσαν αρκετές οικογένειες καθολικών με δικό τους ιερέα, σταλμένο από την Propaganda Fide. Όπως και οι ορθόδοξοι, μιλούσαν τα ελληνικά και άσχημα τα ιταλικά. Στα 1771 οι καθολικοί ήταν ελάχιστοι με ένα ιερέα, που είχε τον τίτλο του βικαρίου και ο οποίος λειτουργούσε σε μια μικρή εκκλησιά.

Η Αντίπαρος στα 1700 είχε 60-70 οικογένειες, κλεισμένες μέσα σε ένα παλιοχώρι, 1 μίλι μακριά από την θάλασσα. Οι περισσότεροι όμως κάτοικοι ήταν Γάλλοι ή Μαλτέζοι πειρατές, που δεν είχαν καμιά πίστη. Το ίδιο και στην Σίκινο.

Επίσης στην Ίο εξαφανίζονται σιγά σιγά οι καθολικοί. Έτσι στις αρχές του 18ου αι. υπήρχαν στο νησί 12 καθολικές οικογένειες, σχεδόν όλες γαλλικές, με την πνευματική καθοδήγηση ενός βικαρίου. Στα 1771 υπήρχε μια μόνο οικογένεια καθολικών μ' ένα βικάριο. Είναι ασφαλώς η ίδια, που στα 1794 αντιπροσωπεύεται με πέντε ψυχές. Στα 1830 δεν υπήρχε πια ούτε ένας καθολικός. Το νησί ανήκε στην δικαιοδοσία του επισκόπου της Σαντορίνης και είχε μια μόνο εκκλησία στο όνομα της Μαντόνας Del Carmine με το παρακείμενο σπίτι, όπου κατοικούσε άλλοτε ο βικάριος. Τον ίδιο χρόνο στην Ανάφη δεν βρισκόταν ούτε ίχνος πια καθολικής εκκλησίας. Στην Ρόδο οι καπουκίνοι είχαν ένα μικρό μοναστήρι.

Γενικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα.

Ανασκοπώντας την τύχη των καθολικών οικογενειών του Αιγαίου και την δράση των μισσιοναρίων θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στις παρακάτω γενικές διαπιστώσεις, για να ερμηνεύσουμε την μείωση του αριθμού των πιστών.

Αίτια που υποβοηθούν την εξάπλωση της ορθοδοξίας είναι οι νέες συνθήκες, που διαμορφώνονται στο Αιγαίο μετά την οριστική προσάρτηση των νησιών στην οθωμανική αυτοκρατορία (1566), η αποκατάσταση των επισκοπών του οικουμενικού πατριαρχείου, η εθνική αφύπνιση των ορθοδόξων, η παρουσία του ρωσικού στόλου και τα εθνικά κινήματα των Ελλήνων.

Την αύξηση των ορθοδόξων την ευνοεί βέβαια η αριθμητική υπεροχή τους, αλλά και η φιλική συμπεριφορά καθώς και η θρησκευτική τους ανοχή. Σε δύσκολες μάλιστα στιγμές, όταν πρόκειται για κοινά συμφέροντα ή για κοινούς κινδύνους, οι νησιώτες γίνονται μια ενιαία και συνεκτική μάζα, όπως π.χ. κατά την επιδημία του 1676, οπότε, φοβισμένοι και συντετριμμένοι, παρακολουθούν κοινές λειτουργίες μέσα στην ίδια εκκλησία ή ακούουν τις θρησκευτικές διδαχές των ιησουιτών ή των καπουκίνων. Μόνο κάπου κάπου μερικά απρόοπτα εναύσματα ταράζουν πρόσκαιρα την ειρηνική αυτή συμβίωση.

Μολονότι οι απεσταλμένοι της δυτικής εκκλησίας αγωνίζονται προς αντίθετο ρεύμα, δεν απελπίζονται από την δυσμενή γι' αυτούς εξέλιξη των πραγμάτων. Από τις αρχές κιόλας του 18ου αι. προσπαθούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και στην ψυχολογία των Ελλήνων. Αλλάζουν τακτική. Πηγαίνουν και οι ίδιοι στις εκκλησίες των ορθοδόξων, για να έχουν την ευκαιρία να τους καθοδηγούν καλύτερα, και δεν τους αποκλείουν από τις δικές τους, κάθε φορά που εκείνοι αισθάνονται την ανάγκη. Καταλαβαίνουν ότι, αφού οι ιεροτελεστίες των ορθοδόξων δεν έχουν τίποτε το αξιοκατάκριτο, είναι συνετό να μην απαιτούν από κανένα να τις εγκαταλείπη για ν' ακολουθή τις λατινικές. Αλλά και στο δογματικό πεδίο, όταν υπάρχουν αμφισβητήσεις ή διαφορές, δέχονται ότι αυτές μπορούν να λυθούν σύμφωνα με τους κανόνες της Αγίας Έδρας. Εκείνοι που δεν συμμορφώνονται είναι ασυγχώρητοι. Αποκαλυπτικός είναι ο απώτερος σκοπός όλων αυτών των υποχωρήσεών τους. «Αυτή η συγκατάβαση», γράφει ο Tarillon στα 1714, «κερδίζει τα πνεύματα και η πείρα μας δείχνει ότι είναι ο πιο αποτελεσματικός δρόμος για να τους εισαγάγουμε στην ένωση των εκκλησιών». Και πραγματικά κατά τις αρχές του 18ου αι. έχουν, φαίνεται, ορισμένες επιτυχίες σε μερικά νησιά, αλλά πρόσκαιρες. Ωστόσο στα 1706, ο τότε πατριάρχης, όπως είδαμε, ταραγμένος, στέλνει επιστολές στα νησιά του Αιγαίου με την εντολή να μη δέχωνται τους ιησουίτες, που τους ονομάζει ψεύτες. Η απαγόρευση όμως αυτή ήταν πρόσκαιρη ή τουλάχιστο δεν αφορούσε τους καπουκίνους.

Το ρεύμα προς την ορθοδοξία, ευνοημένο από την σύγχρονη πραγματικότητα, είναι ορμητικό. (Κατά τα τέλη του 17ου αι. οι καθολικοί των Κυκλάδων υπολογίζονταν σε 5.000-6.000 ψυχές). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ο αριθμός των καθολικών ιερέων της Παροναξίας, από τους 26 στα 1563, κατεβαίνει στους 12 στα 1667. Το κάθε νησί έχει και από ένα ιερέα, που συντηρείται από τον πάπα, ενώ η Νάξος, Μήλος, Άνδρος, Σύρα, Τήνος, Σίφνος έχουν και από ένα επίσκοπο. Επί κεφαλής είναι ο μητροπολίτης Νάξου με το παλιό εκκλησιαστικό συμβούλιο. Εκτός από τους καθολικούς, υπάρχουν και λίγοι ενωτικοί, δηλαδή ορθόδοξοι, οι οποίοι ακολουθούν τους κατά παράδοση τύπους της εκκλησίας τους, αλλ' αναγνωρίζουν τον πάπα.

Γενικά οι ορθόδοξοι των νησιών εμμένουν με φανατισμό στην πίστη τους και είναι αφοσιωμένοι στον οικουμενικό πατριάρχη, γεγονός που το συνειδητοποιούν πολύ καλά οι δυτικοί. Συγκεκριμένα ο Angelo Emo γράφει στις 19 Ιανουαρίου 1708 ότι ο ανατολικός κόσμος «si fece un'idolio nel patriarca di Costadinopoli, quale tuttavia viene adorato dale provincie et esole oltremare, come suo capo indipendente e assoluto». Οι ορθόδοξοι - περισσότερο από τους καθολικούς- αποστρέφονται τους διαμαρτυρομένους και ιδίως τους καλβινιστές.

Η συνύπαρξη ορθοδοξίας και καθολικισμού στις Κυκλάδες επί αιώνες είχε επηρεάσει αμοιβαία τους οπαδούς των δύο δογμάτων σε πολλά επί μέρους θέματα. Και αυτό ακριβώς αποτελούσε θέμα συζητήσεων και ανησυχιών για τους αρχηγούς και των δύο εκκλησιών. Οι ορθόδοξοι ιδίως διέβλεπαν κινδύνους από την εξάπλωση και δραστηριότητα των μισσιοναρίων, τον συνεκκλησιασμό των πιστών των δύο δογμάτων κλπ. Γι' αυτό και εκδηλώνεται πότε πότε η αντίδραση του πατριαρχείου προς την πνευματική επικοινωνία (π.χ. μετάληψη των αχράντων μυστηρίων, βάπτισμα κ.λ.π.) με τους καθολικούς, σε οποιοδήποτε μέρος του ελληνικού χώρου και αν συμβαίνη αυτό.

Έτσι π.χ. στα 1749 με αυστηρά γράμματα επιτιμά ο πατριάρχης τους ορθοδόξους της Μυκόνου νουθετώντας τους ν' αποφεύγουν την αναστροφή τους «με τους φράτορας και φραγκοπατέρας». Στο τέλος του γράμματος ο πατριάρχης απειλεί: «Εάν δε μετά την πατριαρχικήν και συνοδικήν ημών επιτίμησιν, πατρικήν και πνευματικήν παραίνεσιν και νουθεσίαν ταύτην, τολμήση τις από λόγου σας να φανή απειθής και εναντίος, και είτε τις εκ των αυτόθι ιερέων τολμήση να φωραθή συνευχόμενος τοις λατίνοις, η προσφοράς δεχόμενος εκείνων, η μνήμας άγων υπέρ αυτών, η συνοικέσια ευλογών, η βαπτίζων μετά πολλών αναδόχων ορθοδόξων τε και λατίνων (το οποίον και αυτό είναι προφανούς παρανομίας τόλμημα, και έξω της κανονικής διατάξεως και ιεράς νομοθεσίας της Ανατολικής Εκκλησίας, αντί ενός αναδόχου καθιστάναι πολλούς, και τούτους μεμιγμένους) ο τοιούτος ιερεύς θέλει καθυποβληθή τελεία καθαιρέσει της ιερωσύνης αυτού, δια πατριαρχικού και συνοδικού ημών γράμματος κ.λ.π.».

Η απειλή του αφορισμού ήταν το ύστατο, αλλά και το πιο φοβερό όπλο, που διέθετε η ορθόδοξη εκκλησία και με το οποίο προσπαθούσε να συγκρατήση μερικούς επισκόπους ή τους πολλούς αδυνάτους του ποιμνίου της από την αποστασία προς τους μουσουλμάνους ή τους δυτικούς. Έτσι το έτος 1736 ο αρχιεπίσκοπος Σαντορίνης Ζαχαρίας, που κατηγορήθηκε για λατινοφροσύνη, αφορίστηκε από τον πατριάρχη και εκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, για να παραδώση ομολογία πίστεως.

Αλλά και οι καθολικοί φοβούνται το «κακό παράδειγμα» των Ελλήνων παρατηρώντας τα μέλη του ποιμνίου τους να ζουν, όπως και οι Έλληνες, και την χαλάρωση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας.

Θα ήταν ευπρόσδεκτη μια μελέτη που θα διερευνούσε τις αμοιβαίες επιδράσεις ορθοδόξων και καθολικών μέσα στον κλειστό νησιωτικό κόσμο. Για να διαπιστωθούν όμως οι αποκλίσεις προς την ορθοδοξία ή προς τον καθολικισμό, θα πρέπει να μελετηθούν οι περιγραφές των θρησκευτικών εθίμων και τελετών των δύο δογμάτων στα νησιά και οι σχετικές αντιλήψεις των κληρικών και των κατοίκων επάνω στα διάφορα αυτά θέματα.

Γενικά πρέπει να ομολογηθή ότι η δράση των μοναχών των διαφόρων ταγμάτων είχε αναμφίβολα ευεργετική επίδραση στην πνευματική κατάσταση των νησιών και έφερε κάποια αντανάκλαση και στα άλλα μικρά και φτωχά νησιά. Την επίδραση των μοναχών αυτών την αναγνωρίζουν όχι μόνο οι εντόπιοι ορθόδοξοι, αλλά και οι ξένοι, όπως π.χ. ο Ρώσοι κατά την διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου 1768-1774.

Η τύχη των καθολικών στα Επτάνησα και στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Παράλληλη μείωση του αριθμού των καθολικών παρατηρείται και στα Επτάνησα, μολονότι αυτά βρίσκονταν πιο κοντά προς την Αγία Έδρα. Αιτίες ήταν ο μικρός αριθμός των πιστών, η πενία της λατινικής εκκλησίας -τα εισοδήματά της ήταν μικρά- και ιδίως οι μεικτοί γάμοι, οι οποίοι ήταν επόμενο ν' απολήξουν στην απορρόφηση της καθολικής μειονότητας. Ήδη στα 1602 έγραφε ο βάιλος Κερκύρας Leonardo Zulian σε έκθεσή του προς τον δόγη: «άλλοτε στο αστικό συμβούλιο των ευπατριδών Κερκύρας πολλές ήταν οι οικογένειες, που ζούσαν με το δόγμα της Αγίας των Ρωμαίων Εκκλησίας, αλλά εξ αιτίας των επιγαμιών που ακολούθησαν, ελάχιστες τώρα απέμειναν».

Κατά το τέλος του 16ου αι., σύμφωνα με τις πληροφορίες καθολικών κληρικών, ο αριθμός των ομοδόξων τους, εκτός από τους στρατιώτες, ανέβαινε σε 2.000 άτομα (ενώ των ορθοδόξων σε 16.000), στα 1611 σε 1.500 και στα 1636 σε 1.400. Ο αριθμός αυτός παραμένει ως τα 1671. Κατά τον 18ο αι. η μείωση εξακολουθεί με γοργότερο ρυθμό.

Στις αρχές του 19ου αι., δηλαδή μετά την λήξη της βενετικής κυριαρχίας, παρουσιάζονται 1.600 καθολικοί μόνιμα εγκατεστημένοι στην Κέρκυρα. Θα είναι ασφαλώς μαζί με τους εντόπιους καθολικούς πολλοί άνδρες της φρουράς. Επομένως δεν πρόκειται για αναζωογόνηση της καθολικής κοινότητας. Αντίθετα η κατάλυση της βενετικής κυριαρχίας υπήρξε ένα νέο πλήγμα.

Οι καθολικοί εξυπηρετούνται από αρκετούς κληρικούς, λαϊκούς και μοναχούς, οι οποίοι λειτουργούν όχι μόνο σε διάφορες δικές τους εκκλησίες, αλλά και σε βήματα (altaria), που υπάρχουν μέσα στις ορθόδοξες εκκλησίες. Ανάμεσα στα κοινωφελή ιδρύματα των καθολικών πρέπει να μνημονευθούν τα τρία νοσοκομεία (το ένα μέσα στο Παλαιό Φρούριο για τους στρατιώτες). Υστερούσε όμως η οργάνωση των σχολείων τους. Η ομαλή λειτουργία τους άρχισε από τον 19ο αι. .

Στις αρχές του 17ου αι. ζούσαν 300 καθολικοί στην Κεφαλληνία και 200 στην Ζάκυνθο. Και σ' αυτά τα νησιά, όπως και στην Κέρκυρα, διαπιστώνουμε μια συνεχή μείωση του αριθμού τους, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στους μεικτούς γάμους και κατόπιν στην κατάλυση της βενετικής εξουσίας στα Επτάνησα. Αντίστοιχα μειώνεται και ο αριθμός των εφημερίων και των άλλων κληρικών, καθώς και των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων.

Στην Λευκάδα ο αριθμός των καθολικών στα 1710 ανέβαινε σε 500 άτομα, στα 1723 σε 220, από τα οποία όμως οι 70 ήταν στρατιώτες και οι 150 Χιώτες (που είχαν καταφύγει εκεί, όπως είδαμε, μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου) και στα 1820 σε 48, μέλη 22 οικογενειών.

Στα Κύθηρα από τις δύο καθολικές εκκλησίες του 1723 δεν είχε απομείνει καμιά και από τους καθολικούς κατοίκους μόνο δύο οικογένειες και οι στρατιώτες της φρουράς.

Στα απέναντι από τα Επτάνησα ηπειρωτικά κάστρα υπό βενετική κυριαρχία, στην Πάργα, Πρέβεζα και Βόνιτσα, τους πιστούς της καθολικής εκκλησίας τους αποτελούν κυρίως οι στρατιωτικοί των φρουρών με τις οικογένειές τους. Τόσον οι εκκλησίες, όσο και οι λειτουργοί με τα ποίμνιά τους εξαφανίζονται μετά την κατάλυση της βενετικής δημοκρατίας.

Μετά την ανάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους (1715), το καθολικό δόγμα επέζησε, όπως είδαμε , στα παρεκκλήσια των γαλλικών προξενείων της Πάτρας, Κορώνης, Μεθώνης, Ναβαρίνου και Ναυπλίου, αλλά η επανάσταση του 1770, που αναστατώνει την Πελοπόννησο, εξαφανίζει σχεδόν τα λείψανα του καθολικισμού.

Ο διάδοχος του Ρεμονδίνη (+ 1777) επίσκοπος Βερνάρδος Βοκκίνης με επιστολή του προς τον πάπα (1781) μας πληροφορεί ότι καμιά καθολική μονή δεν υπήρχε πια στην Πελοπόννησο και ότι ο μόνος ιερέας ήταν ο Συριανός Νικόλαος Βρίντιζης στο Ναύπλιο, ο οποίος διατρεφόταν από τον Γάλλο πρόξενο (είχε μισθό 100 πιάστρα τον χρόνο) και δίδασκε τους νέους. Ο Βοκκίνης, αγνοώντας την μεταβολή των συνθηκών την εποχή εκείνη, γράφει προς την Βενετία επιζητώντας να την συγκινήση: «Η αναλγησία της κυβερνήσεως επί της θρησκευτικής καταστάσεως της επαρχίας ημών ήνοιξεν οδόν εις την εγκατάλειψιν του λατινικού δόγματος. Ηλαττώθησαν αι καθολικαί οικογένειαι κατά πολύ. Ολίγισται δε αριθμούνται αι ευσεβέστατα πράττουσαι και ζώσαι. Τοιαύτην αταξίαν ο μεν επίσκοπος θρηνεί, η δε πολιτική κυβέρνησις πρέπει να φοβήται, δ ι ο τ ι τ ο έ θ ν ο ς τ ω ν Ε λ λ η ν ω ν π ο β λ έ π ο ν ε ι ς τ η ν α ν α κ τ η σ ι ν τ η ς α π ο λ ε σ θ ε ί σ η ς α υ τ ο κ ρ α τ ο ρ ί α ς τ ο υ κ α ί ν ο μ ί ζ ο ν ο τ ι η δ η τ η ν β λ έ π ε ι α ν α τ έ λ λ ο υ σ α ν έ κ Ρ ω σ ί α ς, α φ ο σ ι ο ύ τ α ι π ρ ο ς τ η ν Ρ ω σ ί α ν. Εσχάτως εθεάθησαν Ρώσοι πράκτορες, οίτινες υπεκίνησαν ταραχάς εν Πελοποννήσω και Αιγαίω, κατά τον τελευταίον πόλεμον μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Διο ας προσέξωσιν οι πολιτικοί της Βενετίας, διότι μετά της μειώσεως του ομοθρήσκου δόγματος εν τη Ανατολή ελαττούται και η πολιτική επίδρασις επί τους Έλληνας υπηκόους».

Πάντως στα 1781 οι καθολικοί της Κορώνης, Πάτρας, Ναυπλίου και Αθήνας δεν έφθαναν ούτε τους 100. Λείψανα των καθολικών διασώθηκαν στο Ναύπλιο (περίπου 300) και στην Αθήνα, όπου σωζόταν το μοναστήρι των καπουκίνων ως την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου.

Στην Κρήτη, παρά την προσέλευση των καθολικών στην ορθοδοξία, εξακολουθούσε ν' αντιπροσωπεύεται το καθολικό δόγμα με πολλές εκκλησίες και κληρικούς, ιδίως μέσα στις πόλεις. Ο αρχιεπίσκοπος έδρευε στον Χάνδακα (Ηράκλειο), οι επίσκοποι στις τρεις κύριες πόλεις, Χανιά, Ρέθυμνο, Σητεία και οι τέσσερες υπόλοιποι στην Ιεράπετρα, Χερρόνησο, Μυλοπόταμο και Κίσσαμο. Στα χωριά καθολικοί ήταν μόνον ο φεουδάρχης και η οικογένειά του. Αντιπροσωπεύονταν ακόμη και 4 μοναχικά τάγματα, των αυγουστινιανών, των δομινικανών, των φραγκισκανών και των ιησουιτών. Κατά το 1592 οι καθολικοί υπολογίζονταν σε 4.000.

Η ταχεία παρακμή του καθολικισμού άρχισε με την απόβαση των Τούρκων στο νησί στα 1645, η οποία προκάλεσε την μετανάστευση των κατοίκων του δυτικού δόγματος. Τελικά, με την αποχώρηση της φρουράς του Ηρακλείου, οι καθολικοί περιορίστηκαν στις μόνες βενετικές κτήσεις της Κρήτης μετά το 1669, στην Σούδα, Σπιναλόγγα και Γραμπούσα. Ακολουθεί η κατάληψη και των τελευταίων αυτών ερεισμάτων και οι καθολικοί κληρικοί, οι διάδοχοι των Ιταλών καπουκίνων, συνεχίζουν το έργο τους στα παρεκκλήσια του γαλλικού προξενείου των Χανίων και του υποπροξενείου του Ηρακλείου.

Αυτός υπήρξε ο θλιβερός απολογισμός μιας μεγάλης θρησκευτικής παραδόσεως, η οποία διατηρήθηκε επί αιώνες στην μεγαλόνησο και άφησε λαμπρά μνημεία σ' αυτήν.

Ιστορία του Νέου Ελληνισμού –Δ’ τόμος, Θεσσαλονίκη 1973

http://imeroviglio.blogspot.com/2010/04/17-18.html